Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

«Συναντιλήπτορας μόνο ζητώ»

Δεν ήθελε να συμμετέχει σε μία κοινωνία που τον μεγάλωσε με ψέματα. Δεν ήθελε να λέγεται Έλληνας γιατί ένοιωθε μόνος, οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες του μεταλλάχτηκαν σε γραικούς. Ήταν ένα μικρό παιδί που συνειδητοποιούσε ότι η μητέρα του ήταν πόρνη, και ο πατέρας του ο προστάτης της…

Στο σχολείο διδάχτηκε παραποιημένη την ιστορία και μία γλώσσα που ποτέ δεν χρησιμοποίησε έξω από τις σχολικές αίθουσες: την καθαρεύουσα.
Μεγάλωσε μέσα σε ένα σύστημα αξιών διεφθαρμένο, πολύ καλά κρυμμένο πίσω από το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Ένα σύστημα που απαξίωσε εξαρχής ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτό.

Του έμαθαν ότι έπρεπε να είναι υπερήφανος για τους προγόνους του, να είμαι έντιμος άνθρωπος (η τελευταία φάση της εκδηλωμένης υποκρισίας)...

Του έμαθαν ότι δημοκρατία σημαίνει (μεταξύ άλλων) ελευθερία σκέψης και σεβασμός της άποψης του άλλου, όμως αυτό που διαπίστωσε μεγαλώνοντας είναι ότι εξοντώνεται κάθε τι το διαφορετικό…

Του έμαθαν να λέει μία φράση που δεν την έλεγαν σε καμία άλλη «προοδευμένη» χώρα: «Έλληνες είμαστε, τι περιμένεις!»...

Ένας του δάσκαλος, του έλεγε ότι του μαθαίνει το «πώς» και όχι το «γιατί» (ύπουλα δηλαδή εξασφάλιζε μόνο τη θέση του αν και δημόσιος υπάλληλος σε δύο χώρες).
Ένας έτερος καππαδόκης ήταν πολύ ήπιος, τόσο που δεν πέρναγε πουθενά ο λόγος του ώστε να μπορεί να εγγυηθεί για την ποιότητα του μαθητού του. Ίσως αυτή του η ιδιότητα να ήταν και τα διαπιστευτήρια για την εξασφάλιση του αξιώματός του…
Και ένας τρίτος, … ήταν όλα μέλι γάλα, αρκεί να μην τον απασχολούσε κανείς!...
Εξαίρεση η δασκάλα του στο δημοτικό, που επάξια στέκεται δίπλα στη μορφή της μητέρας του…

Τελικά έμαθε να διαβάζει εύκολα το νου, τη σκέψη όλων αυτών. Δεν βρίσκεται δα κάπου κρυφά. Είναι λίγο πιο πίσω από το βλέμμα τους...