Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Η Ελλάδα και τα «καρύδια» της

Δεν γίνεται να σβήσει η Ελλάδα

Γκρεμίστε όλη την Ελλάδα σε βάθος 100 μέτρων.
Αδειάστε όλα τα μουσεία σας, από όλον τον κόσμο.
Γκρεμίστε κάθε τι Ελληνικό από όλο τον πλανήτη...

Έπειτα σβήστε την Ελληνική γλώσσα από παντού.
Από την ιατρική σας, την φαρμακευτική σας.
Από τα μαθηματικά σας (γεωμετρία, άλγεβρα)
Από την φυσική σας, τη χημεία
Από την αστρονομική σας
Από την πολιτική σας
Από την καθημερινότητα σας.

Διαγράψτε τα μαθηματικά, διαγράψτε κάθε σχήμα, κάντε το τρίγωνο-οκτάγωνο, την ευθεία-καμπύλη, σβήστε την γεωμετρία από τα κτίρια σας, τους δρόμους σας, τα παιχνίδια σας, τα αμάξια σας, σβήστε την ονομασία κάθε ασθένειας και κάθε φαρμάκου, διαγράψτε την δημοκρατία και την πολιτική, διαγράψτε την βαρύτητα και φέρτε το πάνω κάτω, αλλάξτε τους δορυφόρους σας να έχουν τετράγωνη τροχιά, αλλάξτε όλα τα βιβλία σας (γιατί παντού θα υπάρχει και έστω μια ελληνική λέξη), σβήστε από την καθημερινότητα σας κάθε ελληνική λέξη, αλλάξτε τα ευαγγέλια, αλλάξτε το όνομα του Χριστού που και αυτό βγαίνει από τα Ελληνικά και σημαίνει αυτός που έχει το χρίσμα, αλλάξτε και το σχήμα κάθε ναού (να μην έχει την ελληνική γεωμετρία), σβήστε τον Μέγα Αλέξανδρο, σβήστε όλους τους Μυθικούς και Ιστορικούς ήρωες, αλλάξτε την παιδεία σας, αλλάξτε το όνομα της ιστορίας, αλλάξτε τα ονόματα στα πανεπιστήμια σας, αλλάξτε τον τρόπο γραφής σας, χρησιμοποιήστε τον αραβικό, διαγράψτε την φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε...

Θα πείτε «δεν γίνεται». Σωστά, δεν γίνεται γιατί μετά δεν θα μπορείτε να στεριώσετε ούτε μία πρόταση! Δεν γίνεται να σβήσει η Ελλάδα, ο Έλ-ληνας, η προσφορά του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη...

Η πρόκληση πάντως ισχύει.


Ζαν Ρισπέν (Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926).
Γάλλος λογοτέχνης και δραματουργός.


Υστερόγραφο: Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατέματα (μ’ αρχηγό τους τον Κωλέττη), έφτασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας και κάθισε κάτου από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε:

― Τι έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
(Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, 1927, 203)


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

«Στου κουφού την πόρτα… το σαπούνι σου χαλάς!»

Ένας φίλος μου, που ζει πλέον μόνιμα στο εξωτερικό, είχε έρθει για τις καλοκαιρινές του διακοπές σε ένα ορεινό χωριό της πατρίδας του, απ’ όπου καταγόταν. Μερικές από τις τελευταίες μέρες των διακοπών του φιλοξενήθηκε στο σπίτι μου και είχαμε έτσι την ευκαιρία να θυμηθούμε τα παλιά. Λίγες μέρες αφότου επέστρεψε στη χώρα που τον φιλοξενεί, μου έστειλε ένα ηλεκτρονικό σημείωμα με κάποιους προβληματισμούς αλλά και συμπεράσματα
«Όταν βρισκόμουνα στην Αθήνα, τις μεταμεσονύκτιες ώρες, με ενοχλούσε αφάνταστα ο θόρυβος μιας μοτοσικλέτας ολοκληρωτικά πειραγμένης. Ο νεαρός αναβάτης φαινόταν να χαίρεται σαδιστικά να σταματάει στη γωνία κάθε τετραγώνου και στη συνέχεια να επιταχύνει μέχρι το επόμενο με έναν τέτοιον τρόπο ώστε να ωθεί το μοτέρ της μοτοσικλέτας του στα όριά του, παράγοντας βέβαια έναν διαβολικό θόρυβο από την τρύπια εξάτμισή της. Και έτσι όργωνε κάθε βράδυ όλη την περιοχή, τουλάχιστον μέχρι εκεί που ακούγανε τα αυτιά μου. Σαν να ήθελε να πει κάτι σε όλους εμάς που είχαμε την πολυτέλεια να κοιμόμαστε εκείνη την ώρα...
Και τι δεν σκέφτηκα που θα μπορούσα να κάνω για να τον σταματήσω. Όπως τότε που, έφηβοι ακόμη, όταν πηγαίναμε στο γηπεδάκι του μπάσκετ και έπαιζαν άλλοι μικρότεροι, έφευγαν άμα τη εμφανίσει μας! Για όλα όμως με απέτρεπε το Εθνικό Συμβούλιο Ηθικής (μου). Τελικά κατάφερα να συμφιλιωθώ μ’ αυτή την κατάσταση και να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά του νεαρού, όταν συνδύασα το «κακό οδήγημα» των νεαρών δικυκλιστών με κάτι που παρατήρησα τις προάλλες, επίσης όσο βρισκόμουνα στην Αθήνα: Πρόκειται για δύο επικίνδυνα σημεία οδοστρώματος, που, κατά τη γνώμη μου, καθιστούν το οδήγημα των οχούμενων από απλή διαδικασία σε εξαιρετικά επικίνδυνο άθλημα, ιδιαίτερα για τους δικυκλιστές.
Στο πρώτο σημείο, που βρίσκεται στη λεωφόρο μεταξύ του Σ.Ε.Φ. και του σταδίου Καραϊσκάκη, ακριβώς μετά τους ανισόπεδους κόμβους, με κατεύθυνση προς τον Πειραιά, οι τρεις λωρίδες γίνονται με αυθαίρετο τρόπο δύο, με απουσία έστω και στοιχειώδους προειδοποιητικής σήμανσης. Διαπιστώνεται δηλαδή μία εξαρχής κακοτεχνία (γιατί ποτέ δεν κατασκευάστηκε σωστά) και απαξίωση στη σοβαρότητα της διαγράμμισης των λωρίδων μιας λεωφόρου (βλέπε φωτογραφίες παρακάτω).
 



Το δεύτερο σημείο βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της λεωφόρου, ακριβώς μετά τους ανισόπεδους κόμβους, στην κατεύθυνση προς Παλαιό Φάληρο (πρέπει να φαίνεται από τα παράθυρα του ΣΚΑΪ). Στο σημείο αυτό υπάρχει μία ακόμη κατασκευαστική αστοχία, που δημιουργεί ένα κοίλωμα, το οποίο γεμίζει «ύπουλα» νερό ακόμα και με λίγες στάλες βροχής και γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο για κάποιον που δεν γνωρίζει τα κατατόπια ώστε να το αποφύγει έγκαιρα: τα συγκεντρωμένα νερά γίνονται αιτία για επικίνδυνους οδηγικούς ελιγμούς της τελευταίας στιγμής με, ενδεχομένως, δυστυχή αποτελέσματα.
Το παράδοξο είναι ότι κανείς, και κυρίως αρμόδιος, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει επιληφθεί του θέματος αποτελεσματικά και άμεσα, αν και σίγουρα έχει υποπέσει στην αντίληψη πολλών γιατί κανείς δεν οδηγεί κοιτώντας τα σύννεφα…
Και όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν σε ένα κατά τα άλλα ‘Ολυμπιακό έργο’, που και μόνο η συνωνυμία του με την πρώην ομώνυμη αεροπορική εταιρεία παραπέμπει σε εξίσου ανεπαρκή διαχείριση…
Αποτελεί ειρωνεία το πόσο εύκολα η «μεγάλη» γενιά (ναι, αυτή που έφερε τον τόπο σ’ αυτό το σημείο κλπ. κλπ.) σπεύδει συχνά να κακολογήσει τους νεαρούς για τον τρόπο που μιλάνε, ντύνονται, συμπεριφέρονται, επειδή υπάρχουν (π.χ. για το αν δίνουν τη θέση τους σε έναν ηλικιωμένο – με ή χωρίς αναπηρική σύνταξη μαϊμού – κ.ο.κ.) για το επιδεικτικό οδήγημά τους («σούζες», κλπ.).
Δεν αντιλαμβάνεται όμως η γενιά αυτή, η δική μου γενιά, ότι είναι η ικανότητα αυτών των νεαρών που μας κάνει να αποφεύγουμε καθημερινά πολλαπλάσια δυστυχήματα που οφείλονται πρωτίστως στους ανεύθυνους εργολάβους και στους ανεπαρκείς πολιτικούς που παραλαμβάνουν έργα χωρίς έναν υποτυπώδη έλεγχο αξιοπιστίας (τα οποία έργα βεβαίως και προπληρώνουμε μέσω των διοδίων).
Οι νεαροί δικυκλιστές, με τον ακροβατικό τρόπο οδήγησής τους αντισταθμίζουν την επικινδυνότητα του οδοστρώματος, εξισορροπούν τις κακοτεχνίες. Κι επιπλέον, τρυπάνε την εξάτμιση (κάτι ανάλογο με τα graffiti σε έναν καθώς πρέπει τοίχο) για να εκφράσουν μ’ αυτόν τον τρόπο (έστω και ασυναίσθητα) την αγανάκτησή τους γι’ αυτά που παραλαμβάνουν από την παλαιότερη γενιά, και για τα οποία είναι οι ίδιοι και οι απόγονοί τους υποθηκευμένοι.
Απευθύνομαι σε σένα παλιέ μου φίλε και συνοδοιπόρε, πρεσβευτή αξιών της εποχής της δικής μας αθωότητας, που σήμερα έχουν όλες αντικατασταθεί από άλλες, μεταλλαγμένες. Σήμερα, που ο πλέον κατάλληλος τρόπος έκφρασης ή διαμαρτυρίας είναι ο αυτιστικός… Στείλε λοιπόν το ζήτημα με τις οδικές κακοτεχνίες σε ένα μέσον μαζικής ενημέρωσης ώστε τελικά να επιληφθεί το αρμόδιο υπουργείο και να υποδείξει στην κατασκευάστρια εταιρεία να διορθώσει τις κακοτεχνίες. Κακή αυτή η επιλογή αλλά δεν σκέφτομαι καμία άλλη. Τι να περιμένει όμως κανείς από ‘εξουσιόβρωτους’ πολιτικούς, που διακηρύσσουν ότι ‘μαζί τα φάγαμε’!»

Σημείωση του γράφοντος: Ο μοναχικός αυτός μοτοσικλετιστής εξακολουθεί να εκφράζει με τον θορυβώδη αυτό τρόπο το μίσος του και, ίσως ασυναίσθητα, τα παράπονά του. Είναι άσκοπο φαίνεται να απευθυνθεί προς ώτα μη ακουόντων…


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

«Ανήκω σε μία χώρα μικρή»

Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτόριο. Χλευάζεται και κατασυκοφαντείται. Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια. Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον πολιτισμό της. Όποια εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει στα «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο όλοι θέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς.


Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια!

Δεν είμαστε οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο. Ένας φτωχός λαός, που γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων αδίστακτων πολιτικάντηδων. Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες. Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν ήρθε το τέλος.

Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια.

Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο.

Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας.

Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη περιουσία. Άλλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και ξερογλείφονται.

Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα τους γονείς τους.

Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα.

Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον.

Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον Όλυμπο, μες τη «φωλιά του Δράκου», και είπα, πως δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή.

Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα και καταστροφή, αντί να την αφανίσει, την ανάσταινε!

Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ’ το εξωτερικό και μας …νεκρολογούσαν! Είναι απ’ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους! Και βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους έστειλα το κείμενο που ακολουθεί….

«Ανήκω σε µία χώρα μικρή.

Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.

Είναι μικρός ο τόπος µας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι µας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.

Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.

Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.

Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη µε τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.

Όσο για µένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου.

Και ένας από τους διδασκάλους µου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …».

Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. Είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών µας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση.

Είναι για µένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο.

Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή µας λιγόστευε;

Είναι µία πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά µας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει που να ’βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.

Χρωστώ την ευγνωμοσύνη µου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός να κρίνει µε αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς µας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία µε τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας µας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.»
(ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963)

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Επίλογος

Ο «Χωρικός Αποκωδικοποιητής» αποτελεί ένα αναλυτικό εννοιολογικό εργαλείο το οποίο μελετάει τον χώρο (στην περίπτωσή μας τον οικιακό χώρο των μικρομεσαίων αστικών στρωμάτων), και αναδεικνύει και προωθεί τον κοινωνικό ρόλο του αρχιτέκτονα.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή του, συνοψίζουμε τις βασικές παραδοχές που διατρέχουν όλο το φάσμα της λειτουργίας του:
  • Η μεθοδολογία που αναπτύσσει ενσωματώνει στο θεωρητικό της πυρήνα έναν αριθμό συναφών θεωρητικών αντιλήψεων και εφαρμόζεται στη διερεύνηση της έννοιας του οικιακού χώρου, μέσα από μία διαδικασία ανάγνωσης, εμβάθυνσης και αποκωδικοποίησης του κινηματογραφικά αρχιτεκτονημένου χώρου και τελικά συνάγει συμπεράσματα που ενδιαφέρουν την αρχιτεκτονική πρακτική σε μία προσπάθεια γεφύρωσης της συνθετικής σκέψης του αρχιτέκτονα με αυτή του θεωρητικού επιστήμονα και του φιλόσοφου στοχαστή. Όταν οι στοχαστικές ιδιότητες του αρχιτέκτονα υπολείπονται των τεχνοκρατικών και χειραγωγούνται από «ωμό» συμφέρον τότε προκύπτει παρέκβαση της αρχιτεκτονικής, …αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο μιας άλλης μελέτης…

  • Ο χώρος νοείται ως σχέση του ανθρώπου όχι μόνο με το άψυχο κέλυφος και τον εξοπλισμό του αλλά και με παραμέτρους του ανθρώπινου παράγοντα, όπως στοιχεία κίνησης, δράσης, και συμπεριφορών. Ο βασικός επομένως πυρήνας της μελέτης αυτής, γύρω από τον οποίον περιστρέφονται όλοι οι προβληματισμοί περί χώρου, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας ως πρόσωπο, δηλαδή ως γεγονός σχέσης, ως δυναμικά ενεργούμενη μοναδικότητα και ανομοιότητα, ως απόλυτη και απροκαθόριστα ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα.
Ο πολιτισμός μιας κοινωνίας σε κάθε εποχή συντίθεται ταυτόχρονα από ένα πλήθος επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών, και διατηρεί τον χαρακτήρα της επικρατέστερης εξ αυτών. Η κάθε μία από αυτές τις θεωρίες ικανοποιεί την ιδιαίτερη ουτοπία της κοινωνικής ομάδας που εκπροσωπεί, σε μία ατέρμονα εξελισσόμενη δυναμική σχέση. Επομένως, το κάθε ανθρώπινο πλάσμα, ανάλογα με την ιδεολογία της ομάδας στην οποία είναι προσαρτημένο, έχει τον προσωπικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα, όπως αυτά εκφράζουν τον πολιτισμό στο σύνολό του. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνει και να επαναδιαμορφώνει την προσωπική του «ουτοπία» και να ακολουθεί έναν προσωπικό τρόπο ζωής. Ο τρόπος αυτός είναι συνάρτηση μιας σειράς παραμέτρων: του μορφωτικού επιπέδου, και της αντιληπτικής ικανότητας ενός εκάστου των υποκειμένων, του βαθμού πολυπλοκότητας με τον οποίο κάθε υποκείμενο αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα φαινόμενα, και του συστήματος αξιών που διαχέεται στο άμεσο περιβάλλον του, του οποίου φορείς είναι οι άνθρωποι που συναναστρέφεται καθώς και καθετί που διαβάζει ή ακούει. Το δυναμικό της αντιληπτικής ικανότητας των υποκειμένων μιας κοινωνίας θα μπορούσε να απεικονιστεί διαγραμματικά ως ένα «συνεχές φάσμα». Το φάσμα αυτό παρουσιάζει τοπικά έντονες πυκνώσεις και αραιώσεις, στις περιοχές ακριβώς οι οποίες αντιστοιχούν στην κοινωνική διατρωμάτωση που συνθέτει τη συγκεκριμένη κοινωνία. Το φάσμα αυτό είναι κατά συνέπεια τοπικά και χρονικά προσδιορίσιμο και επομένως αποκωδικοποιήσιμο.

Η θεωρία που αναπτύσσει η παρούσα μελέτη δεν επιδιώκει την αντιπαράθεση ή απόρριψη καμίας άλλης. Αντίθετα, «προσκαλεί» σε κοινή συζήτηση διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις με ελπίδα την προσέγγιση και πληρέστερη κατανόηση του χάους και του μυστηρίου της ετερότητας του προσώπου.

Συνήθως το πρόβλημα με μία νέα θεωρία είναι ότι προβάλλεται από τον εισηγητή της ως επιστημονική «πανάκεια». Στην ανθρώπινη συνθήκη είναι αβέβαιο εάν θα υπάρξουν ποτέ οικουμενικές απαντήσεις σε θέματα αντίληψης. Πόσο μάλλον απίθανο να υπάρξει μία στιγμή όπου όλα τα μέλη κάθε κοινωνίας θα έχουν το ίδιο επίπεδο γνώσεων και τον ίδιο τρόπο αντίληψης για να συμφωνήσουν σε μία οικουμενική αλήθεια και να την αποδεχθούν. Η πραγματικότητα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: η κοινωνική ανισότητα επιδιώκεται προς το συμφέρον του ισχυροτέρου. Επομένως, δεν υπάρχει δυνατότητα για τον παραμικρό ισχυρισμό ως προς το συμφέρον εκάστου ανθρώπου, το οποίο, σε ατομική κλίμακα, συχνά παρακάμπτει την αμιγή αντιληπτικότητα και εφαρμόζει κανόνες «αόρατης παιδαγωγίας», προκειμένου να επιτευχθεί το ίδιο ως αυτοσκοπός.

Η ζωή μέσα σ’ ένα ανθρωπογενές και κατά κανόνα γεωμετρημένο περιβάλλον, όπου οι χωρικές σχέσεις των αψύχων αντικειμένων αλλά και η συμπεριφορά των έμβιων όντων μεταξύ τους παρουσιάζουν ένα τυποποιημένο και προβλέψιμο χαρακτήρα, έχει οπωσδήποτε μειώσει την αντιληπτικότητα του συγκινησιακού δυναμικού του χώρου. Απαιτείται η ύπαρξη «ιδιοφυών» και χωρίς προκαταλήψεις επιστημόνων, με αυξημένες γνώσεις σε συναφείς με την αρχιτεκτονική επιστήμες, ώστε τελικά να μπορέσουμε να αποφανθούμε με κάποια βεβαιότητα για το χώρο.


Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.X.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη•
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
οι τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική•
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε•
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα• είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης – από τα Ποιήματα II, 1919-1933)

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Συμπεράσματα: κανονικότητα κτιριακού κελύφους και επιμέρους οργανώσεων

(Συμμετρία του κελύφους του οικιακού χώρου και των επιμέρους αυτόνομων οργανώσεων επίπλωσης του καθιστικού)


Στις ταινίες που μελετήθηκαν, το πλέον προφανές και άμεσα αντιληπτό χαρακτηριστικό κανονικότητας στη δομή του οικιακού χώρου είναι η συμμετρία, τόσον όσο αφορά σ’ αυτό καθ’ αυτό το κέλυφος όσο και στις επιμέρους οργανώσεις του περιεχομένου εξοπλισμού.

Συμμετρία κελύφους

  • Στο ανώτερο αστικό στρώμα, όπου κυριαρχούν οικιακοί τύποι είτε υπό μορφή πυργόσπιτου είτε νεοκλασικού, στις αρχές της δεκαετίας ’50 παρατηρείται συμμετρία στο οικιακό κέλυφος ενώ περί τα τέλη της δεκαετίας ’60 η μορφή του κελύφους χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία.
  • Στο μεσαίο και στο μικρομεσαίο αστικό στρώμα διαπιστώνεται ασυμμετρία καθ’ όλο το διάστημα της περιόδου 1950-1970.

Συμμετρία επιμέρους οργανώσεων

  • Στο ανώτερο αστικό στρώμα, στις αρχές δεκαετίας ’50 διαπιστώνεται συμμετρία στη χωροθέτηση του εξοπλισμού βάσει του κελύφους ενώ προς το τέλος δεκαετίας ’60 διαπιστώνεται κλειστή («εσωτερική») συμμετρία των επιμέρους οργανώσεων.
  • Στο μεσαίο αστικό στρώμα, στις αρχές δεκαετίας ’50 διαπιστώνεται επίσης συμμετρία βάσει του κελύφους. Προς το τέλος όμως της δεκαετίας ’60 παρατηρείται μία τάση προς την «κλειστή» συμμετρία επιμέρους οργανώσεων αγνοώντας τους άξονες του κελύφους.
  • Στο μικρομεσαίο αστικό στρώμα, καθ’ όλο το διάστημα της περιόδου 1950-1970, διαπιστώνεται συμμετρία βάσει του κελύφους.

Ισχύει ως γενική διαπίστωση ότι σε όλο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, καθ’ όλη την περίοδο 1950-1970, κυριαρχεί «κλειστή» (ένθετος / nested) συμμετρία στη χωροθέτηση των «επιμέρους λειτουργικών ενοτήτων» που απαρτίζουν τον αντίστοιχο οικιακό εξοπλισμό, είτε αυτές ακολουθούν τη συμμετρία του κελύφους είτε όχι.

Επιπλέον, εάν μεταθέσουμε το πεδίο παρατήρησης από το επίπεδο της «κάτοψης» στο επίπεδο της «όψης», θα λέγαμε ότι, επιπλέον της συμμετρίας στο δάπεδο του οικιακού χώρου παρατηρείται συμμετρία των επιμέρους οργανώσεων και στους τοίχους του κελύφους.



Η τελευταία συμπερασματική παρατήρηση αφορά στον βασικό πόλο συνεύρεσης. Ο πόλος αυτός, σε οποιονδήποτε οικιακό υποχώρο και αν πραγματοποιείται, απαρτίζεται είτε από το λειτουργικό υποσύνολο «καναπές, πολυθρόνες και τραπεζάκι» είτε από το «πολυλειτουργικό τραπέζι και τις καρέκλες γύρω από αυτό».
  • Το ανώτερο αστικό στρώμα χρησιμοποιεί τον καναπέ, τις πολυθρόνες και το τραπεζάκι από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘60. Ειδικότερα, το ανώτερο παραδοσιακό αστικό στρώμα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 χρησιμοποιεί και το πολυλειτουργικό τραπέζι με τις καρέκλες.
  • Το μεσαίο αστικό στρώμα χρησιμοποιεί τον καναπέ, τις πολυθρόνες και το τραπεζάκι καθ’ όλο το διάστημα της περιόδου 1950-1970.
  • Στο μικρομεσαίο αστικό στρώμα το πολυλειτουργικό τραπέζι και οι καρέκλες γύρω από αυτό αποτελούν τον κανόνα για την υλοποίηση πόλου συνεύρεσης καθ’ όλο το διάστημα της περιόδου 1950-1970.

Σε περιπτώσεις όπου δίδεται έμφαση σε μία τάση προς μοντερνισμό, τότε ο βασικός πόλος συνεύρεσης μετατίθεται προς τον καναπέ, τις πολυθρόνες και το τραπεζάκι (π.χ. «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», 1954).












Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Συμπεράσματα, «ανοιχτή-κλειστή» κάτοψη (β’ μέρος)

«Ανοικτή» κάτοψη


Χαρακτηριστικό παράδειγμα «ανοιχτής» κάτοψης προβάλλεται στην ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη...» (1952), όπου το γραφείο του αρχιτέκτονα λειτουργεί ως ιδανικός τόπος διαπραγμάτευσης.




Στις ταινίες της περιόδου 1950-70 ισχύει ως γενικός κανόνας ότι ο τύπος χωρικής οργάνωσης «ανοιχτή κάτοψη» σηματοδοτεί κατ’ αρχήν την ανώτερη κοινωνική τάξη και συνδυάζεται με πλούτο. Όσο κατερχόμαστε τα κοινωνικά στρώματα, η τυπολόγηση του χώρου τείνει προς την «κλειστή» υποδιαιρεμένη κάτοψη.


Η «ανοιχτή» κάτοψη στη δεκαετία του ’50 μοιάζει να είναι καταλύτης για προβληματισμό περί «δεοντολογικής συμπεριφοράς». Λειτουργεί με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τη χωρική πολυσυλλεκτικότητα, λειτουργική πολυεστιακότητα, ελευθερία και θεατρικότητα στις συμπεριφορές, και μία συντηρητικά ενιαία αισθητική λογική, επειδή ακόμα φαίνεται να ισχύουν κάποιοι κανόνες με κοινή αποδοχή.


Καθώς όμως η κοινωνία προχωράει στη δεκαετία του ’60, αρχίζει μία ασυγκράτητη απελευθέρωση των τρόπων συμπεριφοράς, με όση «φθορά» συνεπάγεται ο ξέφρενος ρυθμός αυτής της διαδικασίας. Διαμορφώνεται έτσι ένα νέο καθεστώς, όπου όλα τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου, κυρίως η αισθητική, έχουν πλέον αποδομηθεί.


Η οργάνωση του χώρου σταδιακά μεταλλάσσεται σε πολυσυλλεκτική και λειτουργεί με αυξημένο αισθητικό εκλεκτικισμό, όχι μόνο από πλευράς λειτουργιών αλλά και από πλευράς αισθητικών αρχών. Διαπιστώνεται ένας επιδεικτικός μιμητισμός ο οποίος διαρρηγνύει κάθε σύνδεσμο μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου.


Επιπλέον παρατηρείται μια ύφεση της θεατρικότητας και η σταδιακή αντικατάστασή της από μια άκρατη ελευθερία συμπεριφοράς. Το θέατρο με τους παραδοσιακούς κοινωνικούς κανόνες δείχνει τα πρώτα δείγματα φθοράς και μεταλλάσσεται σε «σκηνοθεσία πλούτου», γεγονός που πιστοποιούν τόσο η μείωση των κανόνων όσο και αυτό το ίδιο το αισθητικό γίγνεσθαι.


Στην ταινία «Τα τέσσερα σκαλοπάτια» (παραγωγής 1952), το σπίτι του Γκρενά είναι «πολυεστιακό» και εξοπλισμένο με βαριά έπιπλα ενιαίας αισθητικής. Ο τύπος χωρικής οργάνωσης γίνεται εύκολα αντιληπτός από την οπτική σύνδεση μεταξύ των εστιών διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο μια επιδιωκόμενη συνέπεια στην αισθητική των αντίστοιχων υποχώρων.
Στην ταινία «Ο Γόης» (παραγωγής 1969) δεν υπάρχει επίγνωση της νοηματοδότησης του χώρου, τόσο ως κελύφους όσο και ως εξοπλισμού, και γι’ αυτό οι δραστηριότητες διεξάγονται ανεξάρτητα από το χώρο, μάλλον ανάμεσα σε ένα «στημένο σκηνικό».


Το καθιστικό έχει προκύψει αισθητικά πολυσυλλεκτικό μέσα από μία διαδικασία παράθεσης (έκθεσης) αντικειμένων περισσότερο παρά από μία φυσική διαδικασία διαμόρφωσης του αποτυπώματος των συμπεριφορών όλων αυτών που ζουν και διαντιδρούν μέσα στο συγκεκριμένο χώρο.


Τα έπιπλα είναι «ελαφριά» και κατά συνέπεια εύκολα στη μετακίνησή τους. Αυτό ακριβώς δημιουργεί και την απαρχή μιας αίσθησης ελευθερίας (που ξεκινάει από την εύκολη μετακίνηση των επίπλων), κάτι που αρκετά αργότερα θα οδηγήσει στη «χωρική αποδόμηση/αταξία».


Ενδεικτικό παράδειγμα οργάνωσης «ανοιχτής», πολυεστιακής κάτοψης, απ’ όπου δηλαδή απουσιάζει μία πρωτεύουσα εστία δραστηριοτήτων, αποτελεί ο χώρος του γραφείου του αρχιτέκτονα και του πολιτικού μηχανικού στην ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη...» (1952). Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι όσοι συμμετέχουν, να συμμετέχουν εν δυνάμει ισότιμα, και έχουν τη δυνατότητα της επιλογής όχι μόνο συμπεριφοράς (π.χ. από επαγγελματική δραστηριότητα σε διασκέδαση) αλλά και αρχών συμπεριφοράς (από κοσμιότητα και διακριτικότητα σε «φλερτ» / ερωτοτροπία).


 Η «ανοιχτή» κάτοψη, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτό της καθαρά λειτουργικής χρησιμότητας, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει το υλικό υπόβαθρο για την εκδήλωση των μεταλλαγμένων αυτών συμπεριφορών: δίνει στο χρήστη το κέρδος μιας ελεγχόμενης από μέρους του αυθαιρεσίας. Ενώ δηλαδή σε μια «κλειστή» κάτοψη πρέπει όλοι να συμπεριφερθούν με τους γνωστούς κώδικες ειδάλλως χαρακτηρίζονται απολίτιστοι, στην «ανοιχτή», πολυλειτουργική, πολυεστιακή κάτοψη αιωρείται μια συνειδητά ελεγχόμενη αυθαιρεσία. Ο χώρος λειτουργεί ως τόπος διαπραγμάτευσης: το γραφείο του αρχιτέκτονα, ακριβώς επειδή είναι πολυλειτουργικό και πολυεστιακό, του επιτρέπει να αυθαιρετεί εποικοδομητικά υπέρ αυτού:
· Χειρίζεται με άνεση τη σχέση του με τις φίλες του.
· Παρασύρει τον φίλο του να απατήσει τη σύζυγό του.
· Έρχεται ο πελάτης με την πρόθεση να έχουν συνάντηση εργασίας αλλά αντί για τα σχέδια στο τραπέζι του προσφέρει ένα ουίσκι, κάτι που σταδιακά του επιτρέπει να αποκτήσει το ισχυρό πλεονέκτημα να συγκαλύψει την εκ μέρους του ασυνέπεια.
Ίσως σε ένα συμβατικό περιβάλλον εργασίας, που δεν θα είχε την ευκολία να αναπτύξει τόσο έντονη θεατρικότητα, να βρισκόταν αμήχανος και υπόλογος για την επαγγελματική του ασυνέπεια.


Η συνείδηση θεάτρου στην «ανοιχτή» κάτοψη αποκτάται συνολικά ως κουλτούρα, ως κάτι πολύ πιο σύνθετο που εμπεριέχει πολλούς ελέγχους θεατρικού χαρακτήρα, και όχι ως μια απλής μορφής ελευθερία. Δεν πρόκειται για απελευθέρωση από τη σκλαβιά της «κλειστότητας» και της υποδιαίρεσης αλλά για εισαγωγή ενός νέου τρόπου διαπραγμάτευσης με νέους όρους, θεατρικού χαρακτήρα, όπου οι έλεγχοι γίνονται με χαρακτηριστικά θεατρικής εμμεσότητας. Μέσα από αυτή τη θεατρικότητα επιτυγχάνεται τελικά μία εξισορρόπηση μεταξύ του «πολυεστιακού» (άναρχου) και του «μονοεστιακού» (συντηρητικού, ιεραρχημένου) τρόπου συναναστροφής.


Ο «ανοικτός» χώρος, με τον φαινομενικά ασαφή τρόπο διάκρισης «Προσκηνίου - Παρασκηνίου» (σε αντιδιαστολή με τον «κλειστό»), δημιουργεί αμηχανίες. Σε ένα περιβάλλον όπου όλοι είναι εκτεθειμένοι, οφείλει ο καθένας να δικαιολογεί την συμπεριφορά του γιατί κρίνεται από τους υπόλοιπους. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που το βάρος της θεατρικότητας δεν συναρτάται με το οικιακό κέλυφος αλλά μετατίθεται κυρίως στα σώματα (την απόλυτη ή/και σχετική θέση μεταξύ τους) και τον τρόπο που κινούνται και συμπεριφέρονται ανάμεσα στα έπιπλα.


Όταν στο χώρο συμβαίνει κάτι έντονα θεατρικό, τότε ακόμη και τα βλέμματα δεν είναι βλέμματα απλής συμμετοχής – π.χ. σε είδα και κουβεντιάζουμε – αλλά βλέμματα που συμμετέχουν καθοριστικά στο εννοιολογικό τρίπτυχο «κανόνας – ελευθερία – έλεγχος». Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που ενεργοποιείται έντονα όχι μόνο στην «ανοιχτή» κάτοψη αλλά εξίσου και σε περιβάλλον «κλειστής» κάτοψης (π.χ. «κάτσε εδώ να πάω ν’ αλλάξω και να ξανάρθω», όπως λέει η κοπέλα στα «Τα τέσσερα σκαλοπάτια»).


Αν δεχθούμε ότι η «λειτουργική και η αισθητική αναρχία του χώρου» είναι σύμπτωμα «χαλάρωσης των ηθικών αρχών» της κοινωνίας και ότι η θεατρικότητα απαιτεί κάποιους κανόνες, που τους θέτει η ίδια η κοινωνία, οι οποίοι επιτρέπουν «λεπτούς» χειρισμούς συμπεριφοράς, τότε σε συνθήκες χαλάρωσης των αρχών της κοινωνίας επιπλέον της αισθητικής αναρχίας του χώρου δυσχεραίνεται και η θεατρικότητα, ο έμμεσος δηλαδή θεατρικός έλεγχος.


Παρεμβάλλοντας, τέλος, τη διαχειριστική έννοια «εντροπία» στην ερμηνεία της «ανοικτής» κάτοψης, προκύπτουν οι παρακάτω επιπλέον παρατηρήσεις:
· Οι κανόνες συμπεριφοράς και ο τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας είναι άρρητοί (μη προφανείς),
· Το πληροφοριακό περιεχόμενο είναι υψηλό και για την αποκωδικοποίησή του απαιτείται «εξειδικευμένη» αντίληψη.
    «Αν η καθοριστική αγωνία του Ψυχρού Πολέμου ήταν ο φόβος της εξόντωσης από έναν εχθρό που τον γνώριζες πάρα πολύ καλά, σε μια παγκόσμια αντιπαράθεση που ήταν προσδιορισμένη και σταθερή, η καθοριστική αγωνία στην παγκοσμιοποίηση είναι ο φόβος της αιφνίδιας μεταβολής από έναν εχθρό που δεν μπορείς να τον δεις, να τον αγγίξεις ή να τον νιώσεις – μια αίσθηση πως η δουλειά σου, η κοινότητα ή ο χώρος εργασίας σου μπορεί να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή από ανώνυμες οικονομικές και τεχνολογικές δυνάμεις που κάθε άλλο παρά σταθερές είναι.» [Thomas L. Friedman, Το Lexus και η ελιά (τι είναι η παγκοσμιοποίηση)].
· Κυριαρχεί η «μη γραμμικότητα» όπου εν δυνάμει λειτουργούν ταυτόχρονα πολλοί κανόνες. Εξαρτάται από το υποκείμενο να επιλέξει με ποιους από αυτούς θα λειτουργήσει (αντίληψη, μεταβολισμός).
· Αναμιγνύονται και ενοποιούνται οι χωρικές ζώνες με διαφορετικού είδους συμπεριφορές (ισχύει δηλαδή κατά Bernstein «χαλαρή ταξινόμηση» και «χαλαρή περιχάραξη»).
· Ευνοείται το υποκείμενο να προβάλλει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
· Διεγείρεται η φαντασία και ενεργοποιείται η πρωτοβουλία και η δημιουργικότητα κατά τη διαντίδραση του χρήστη με τη συγκεκριμένη χωρική οργάνωση. Π.χ. Μπορεί κανείς να καθίσει σε οποιονδήποτε όγκο προσφέρεται για κάθισμα και όχι μόνο σε ένα συμβατικό κάθισμα.
· Ο χώρος είναι εννοιολογικός: αναπαριστώνται δομές σκέψης, εξυπηρετούνται ποιότητες ζωής και η ανθρώπινη παρουσία βρίσκεται σε συνεχή διαντίδραση με το περιβάλλον. Δρα δηλαδή ο χρήστης ως ένας ιδανικός «χωρικός αποκωδικοποιητής».
· Τέλος, διαπιστώνεται η διπλή συνεπαγωγή: όσο μεταβαίνουμε από ένα καθεστώς με μία συγκεκριμένη χωρική οργάνωση σε ένα άλλο, και η ενέργεια που απαιτείται για να συντηρηθεί το νέο καθεστώς μειώνεται, τότε,
(α) ο βαθμός «ανοιχτότητας» του χώρου μειώνεται, και
(β) η δυνατότητα δημιουργικής διάδρασης των υποκειμένων με το εν λόγω περιβάλλον βαίνει επίσης μειούμενη.



Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Συμπεράσματα, «ανοιχτή-κλειστή» κάτοψη (α’ μέρος)

Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου

Τυπολογία του Οικιακού Χώρου: «Κλειστή» και «Ανοιχτή» κάτοψη (α’ μέρος).

Η οργάνωση και χρήση κάθε τύπου [κινηματογραφικού] χώρου αποτελεί δείκτη ενδιαφέρουσας κοινωνιολογικής σημασίας. Μέσα σ’ αυτόν πραγματοποιείται μία διαρκής διαπραγμάτευση «αληθειών», μία διαδικασία η οποία προϋποθέτει πολιτική συμπεριφορών, ένα είδος συναναστροφής με θεατρικό χαρακτήρα, όπου οι έλεγχοι εφαρμόζονται άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα. Ο αρχιτεκτονημένος χώρος, ως κατ’ εξοχήν μορφή θεατρικού μοντέλου, διευκολύνει αυτό το γίγνεσθαι προσφέροντας το πεδίο για την εκδήλωση των αντίστοιχων συμπεριφορών. Επομένως, οι διάφοροι τύποι χωρικών οργανώσεων προκύπτουν ως το μορφοποιημένο αποτύπωμα του τρόπου ζωής των υποκειμένων στην προσπάθειά τους να οικειοποιηθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαβιούν.
Το βασικότερο ίσως δομικό [σκηνικό] στοιχείο, που δίνει τη δυναμική ταυτότητα στον εκάστοτε χώρο, είναι ο τρόπος διάκρισης / συσχέτισης / αλληλεπίδρασης των χώρων «προσκηνίου» με τους χώρους «παρασκηνίου», είτε πρόκειται για ρητό είτε για άρρητο τρόπο εφαρμογής αυτής της συνάρτησης.
Στις ταινίες που μελετήθηκαν, ειδικές περιπτώσεις χωρικών οργανώσεων αποτελούν οι δύο ακραίες μορφές της τυπολογίας που χρησιμοποιεί ο «ΧΑ»: η «κλειστή» και η «ανοιχτή» κάτοψη.
«Κλειστή» κάτοψη:
Χαρακτηριστική προβολή «κλειστής» κάτοψης με σαφή διάκριση «Προσκηνίου–Παρασκηνίου» αποτελεί η σκηνή στα «Τα τέσσερα σκαλοπάτια» (1952), όπου η γυναίκα χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο δωμάτιο για να μεταμφιεστεί. Η υποδιαιρεμένη «κλειστή» κάτοψη συνεισφέρει στο θεατρικό παιχνίδι μέσα στον οικιακό χώρο, το οποίο εν προκειμένω βασίζεται στην εμφάνιση από άλλο δωμάτιο.





Στην υποδιαιρεμένη συμβατική «κλειστή» κάτοψη υπάρχει περιορισμένη συνείδηση θεάτρου. Αυτό συμβαίνει επειδή ο διαχωρισμός των ιδιωτικών και των δημόσιων ζωνών γίνεται με ρητή διάκριση «Προσκηνίου - Παρασκηνίου», όπου το βάρος για τη θεατρικότητα το έχουν οι τοίχοι, που κρύβουν ή αποκαλύπτουν «αλήθειες», και οι πόρτες, που δίνουν απαντήσεις και ικανοποιούν ανάγκες. Κατά συνέπεια θεωρείται αυτονόητη η ιδιωτικότητα του υπνοδωματίου ή ο τρόπος ένδυσης και συμπεριφοράς όλων όσων συνευρίσκονται στο καθιστικό. Στην «κλειστή» κάτοψη η συνείδηση θεάτρου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Απαραίτητη είναι μόνο η γνώση συγκεκριμένων κανόνων συμπεριφοράς.

Παρεμβάλλοντας τη διαχειριστική έννοια «εντροπία» στην ερμηνεία των δύο αυτών τύπων χωρικής οργάνωσης, προκύπτουν οι παρακάτω επιπλέον παρατηρήσεις:
  • Οι κανόνες συμπεριφοράς και ο τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας είναι ρητοί (προφανείς). Κυριαρχεί βεβαιότητα τόσο στο επίπεδο συναρτησιακής όσο και διαδικαστικής και συμβολικής λογικής.
  • Η προβλεψιμότητα είναι υψηλή και ο βαθμός πληροφόρησης μικρός.
  • Η αντίληψη του χώρου γίνεται με «γραμμικό» τρόπο: π.χ. το υποκείμενο για να μεταβεί από το χώρο Α στο χώρο Β θα περάσει από ένα διάδρομο και θα χρειαστεί να ανοίξει δύο πόρτες.
  • Οι διάφορες λειτουργικές ζώνες είναι αυστηρά οριοθετημένες («ισχυρή ταξινόμηση») και η επικοινωνία τους αυστηρά ελεγχόμενη («ισχυρή περιχάραξη»).
  • Το ποσοστό της εντροπίας είναι αυξημένο: το κάθε αντικείμενο έχει τη δική του θέση και δεν μπορεί να μετακινηθεί χωρίς να γίνει αντιληπτό από τον ιδιοκτήτη/χρήστη του χώρου.
  • Η ελευθερία χωρικής δημιουργικότητας είναι περιορισμένη. Ο χώρος αποτελεί μορφοποίηση δομών ιεραρχίας.
Σχόλιο: «Έχουμε περάσει από έναν κόσμο όπου όσοι είναι κλεισμένοι στο περιβάλλον τους νομίζουν ότι μπορούν να επιβιώσουν καλύτερα απ’ όσους έχουν ανοίξει τις πόρτες τους, σ’ έναν κόσμο όπου εκείνοι που ζουν ανοιχτά ευημερούν πολύ περισσότερο από τους άλλους.» [Thomas L. Friedman, Το Lexus και η ελιά (τι είναι η παγκοσμιοποίηση), τίτλος πρωτοτύπου: The Lexus and the olive tree, © 1999, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, 1η ανατύπωση: Σεπτέμβριος 2001, σελ. 314].

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Λαμπριάτικος Ψάλτης

Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξει αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθεί ως διασπαράσσεται, φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένει και τον επόμενον, εάν θέλει να τρέχει· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθεί τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζει. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται, οίμοι! ανικανώτερον, όπως δώσει χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικό του χρέος, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά διηγήματα, «Λαμπριάτικος Ψάλτης»
Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολη, 27-31 Μαρτίου 1893



Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Συμπεράσματα που αφορούν στον τρόπο ζωής

Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου

Στρεβλώσεις (χωρικές ανακολουθίες).
Μέσα στα πλαίσια μιας τυπολογίας της κινηματογραφικής γλώσσας, αυτό που καταγράφουν οι ταινίες δεν είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, ευρέως αποδεκτής και αναγνωρίσιμης από τα μικρομεσαία αστικά στρώματα. Ο σκηνοθέτης αναπαριστώντας βασικά πρότυπα «στήνει» το σκηνικό με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει ένα σκοπό: την προβολή ενός μοτίβου. Συχνά όμως, με βασικό λόγο τα μικρά διαθέσιμα κονδύλια για την κινηματογραφική παραγωγή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (1950-70), θέλοντας π.χ. να αποδώσει τον χαρακτήρα ενός εσωτερικού χώρου, δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το εάν ο σκηνικός στατικός φορέας αποδίδει οπτικά μία αίσθηση στατικής επάρκειας της κατασκευής ούτε εάν ανταποκρίνεται πιστά σε κάποιο πραγματικό μοντέλο. Άλλες φορές πάλι, προκειμένου να συγκροτήσει τον προσωπικό του «σκηνικό» λόγο, λόγω ακριβώς του οικονομικού περιορισμού, αναγκάζεται «ποιητική αδεία» να νοθέψει ή και να παραλλάξει ποιοτικά την αναπαριστώμενη πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά στην απόδοση των δομικών υλικών, στην αρχιτεκτονική μορφή του κελύφους, και στη διαρρύθμιση του εξοπλισμού του οικιακού χώρου. Αυτός ο ελιγμός έχει ως συνέπεια να παρατηρούνται αναπόφευκτα οικοδομικές ανακρίβειες ή ακόμη και προχειρότητες και κανείς θα ανέμενε ότι αυτό θα επιδρούσε αρνητικά στον επιδιωκόμενο σκοπό, εξασθενίζοντας το συμβολισμό που εκπέμπουν τα αναπαριστώμενα μοτίβα. Γι’ αυτό το λόγο, η σχεδιαστική καταγραφή του ανασυγκροτημένου χώρου, συχνά εμφανίζει σχεδιαστικές στρεβλώσεις, η ποιοτική του αξιοπιστία φαινομενικά αλλοιώνεται, και πολλές φορές τείνει προς μια «καρικατούρα». Παρ' όλα αυτά η ποιότητα της κινηματογραφικής αφήγησης δεν επηρεάζεται από τη φαινομενική αυτή «προχειρότητα» ούτε βέβαια χάνεται και η δυναμική αναφορά στο συμβολισμό του επιδιωκόμενου μοτίβου. Αυτή η αντίφαση μεταξύ «πραγματικού χώρου» και «κινηματογραφημένου χώρου» επιλύεται από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης χειρίζεται την κάμερα, αξιοποιώντας ειδικές συμβάσεις όπως την ψευδαίσθηση του φακού, την κίνηση, τις οπτικές φυγές, τα συμπαγή και τα κενά, την ποικιλία των ποιοτήτων. Ό,τι δηλαδή αντιλαμβάνεται ο νους και όχι το μάτι. Με αυτά τα εργαλεία και τις αντίστοιχες τεχνικές χρήσεις τους, τελικά αποδίδεται πειστικά η επιδιωκόμενη αίσθηση, όπως αυτή της ανοιχτής χωρικής ελευθερίας, στο παράδειγμα που παρατίθεται. Στην ταινία «Τζένη, Τζένη» (1966), στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκονται δύο οικογένειες της ίδιας κοινωνικής τάξης: του εργοστασιάρχη και του πλοιοκτήτη.

Στο σπίτι του συντηρητικού και παραδοσιακού εργοστασιάρχη, οι διατάξεις των επίπλων ακολουθούν ως επί το πλείστον την ορθοκανονικότητα και δεν παρατηρούνται σχεδιαστικές «παραβάσεις». Ο «πραγματικός» και ο «κινηματογραφημένος» χώρος ταυτίζονται.Στην περίπτωση του πλοιοκτήτη, προκειμένου να προβληθεί η ιδέα ότι πρόκειται για μοντέρνο και κοσμοπολίτη άνθρωπο, ο ιδιοκτήτης του προβάλλεται να κινείται με την θεατρικότητα του μεγαλοαστού σε ένα χώρο, ο οποίος έχει «στηθεί» με τέτοιο τρόπο ώστε να αποπνέει την αίσθηση μεγάλου βαθμού ελευθερίας. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ανοιχτής» κάτοψης. Επιπλέον, δεν αποφεύγονται «υπερβάσεις του κανόνα» προκειμένου να αποδοθεί η αίσθηση της ανοικτής χωρικής ελευθερίας.
Ο διαγώνια τοποθετημένος στο κέντρο βάρους του χώρου καναπές φαίνεται να υποδηλώνει αφενός μεν χωρική άνεση αφετέρου δε μία καινοτόμο διαρρύθμιση, η οποία δεν συναντάται σε ταινίες προηγούμενων ετών. Αντί να έχει τη ράχη του προς τον τοίχο, δεσπόζει όχι μόνο «πλέοντας» ελεύθερος στο χώρο αλλά συγκροτώντας ταυτόχρονα και μία αυτοτελή επιμέρους οργάνωση με δεύτερο συμπληρωματικό έπιπλο πίσω του εφαπτομενικά, ένα τραπεζάκι με το ραδιόφωνο (δείγμα και αυτό τεχνολογικής καινοτομίας της εποχής, συμβατό στο πλαίσιο ζωής ενός μοντέρνου κοσμοπολίτη). Καταγράφεται δηλαδή μία ριζική αλλαγή στη χωροθετική λογική των επίπλων, στα πλαίσια της οποίας οι άξονες αποκλίνουν από το ορθοκανονικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται διάσταση μεταξύ «πραγματικού» και «σκηνοθετημένου» χώρου. Ενώ στο ανασυγκροτημένο σχέδιο κάτοψης του χώρου διαπιστώνονται υπερβάσεις ως στρεβλώσεις, το αποτέλεσμα αιφνιδιάζει: το σπίτι μοιάζει να είναι πολύ πιο συμβατικό αν και, όπως είναι κινηματογραφημένο, εντάσσεται εύκολα στην κατηγορία του «ανοιχτού» και «ελεύθερα διαμορφωμένου» εσωτερικού χώρου. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα δείγματα χωρικής απελευθέρωσης που σημειώνονται στον ελληνικό κινηματογραφημένο αρχιτεκτονικό χώρο, τα οποία βέβαια εκδηλώνονται με μία εγγενή δυσκολία: το δεδομένο προς το παρόν συμβατικό και παραδοσιακό κτιριακό κέλυφος, με όση δυσκαμψία αυτό προϋποθέτει.


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Συμπεράσματα που αφορούν στον τρόπο ζωής

Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου

Έπιπλα: χωρικές επιλογές και κοινωνική διαστρωμάτωση.Το μορφολογικό ύφος των κινητών αντικειμένων (εξοπλισμός/έπιπλα και διάκοσμος), τόσο για τα ανώτερα όσο και για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αναφέρονται κατά κανόνα στα ίδια αρχετυπικά πρότυπα. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται αφορούν κυρίως στο πλήθος, στην αυθεντικότητα (γνήσιο ή αντίγραφο), και στον τρόπο χωροθέτησής τους.

Επιπλέον, στα δυο άκρα της κλίμακας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης διαπιστώνεται ότι ενώ οι «πλουσιότεροι» διατηρούν τα έπιπλά τους συγκροτημένα ανά «οικογένειες» (ομοειδείς ομάδες), οι «φτωχότεροι» τα έχουν «διασκορπισμένα». Η χρήση τους αποκαλύπτει ανά περίπτωση συγκεκριμένους τρόπους ζωής και αναφέρεται σε αντίστοιχη ποιότητα διαβίωσης. «Πλούσιο» και «Φτωχό» εν τέλει σημαίνει ιδιαίτερο τρόπο χρήσης του χώρου γενικότερα.

Διευκρινιστικά, και όσον αφορά σε ορισμούς κοινωνικών χαρακτηριστικών, σημειώνεται ότι η «φτώχεια» στις υποβαθμισμένες περιοχές δεν προβάλλεται όπως ίσως θα αναμενόταν. Παρατηρείται μεν «στρίμωγμα» αλλά χωρίς λειτουργικές επιπτώσεις. Η έμφαση δίνεται στη διαχείριση της πυκνότητας του χώρου χωρίς να παραβαίνεται ο κανόνας της «ελεύθερης – κεντρομόλου» χωροθέτησης των επίπλων. Στις κινηματογραφικές ταινίες που μελετήθηκαν, το μικρομεσαίο κοινωνικό στρώμα έχει ενσωματωμένο στη συνείδησή του τον κώδικα της ελευθερίας. Η διάχυτη αυτή αίσθηση της ελεύθερης χωροθέτησης τόσο της επίπλωσης όσο και της συμπεριφοράς ενδεχομένως να συμβαίνει για να διευκολυνθεί η κίνηση της κάμερας. Όμως η απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι υπάρχουν ταινίες (π.χ. «ο Γόης», 1969 ή «Οικογένεια Παπαδοπούλου», 1960), όπου η κάμερα κινηματογραφεί ακόμα και μέσα από μια ντουλάπα, αντιμετωπίζοντας σκηνοθετικά αυτή την πρακτική δυσκολία. Επομένως, η όποια τοποθέτηση των κινητών επίπλων στο χώρο αποτελεί τελικά ενσυνείδητη επιλογή του σκηνοθέτη.







(«ο Γόης», 1969)




Συμπερασματικά, τα συνειρμικά δίπολα: «το άδειο σπίτι είναι ένδειξη φτώχειας» ενώ «το γεμάτο σπίτι είναι ένδειξη πλούτου», και «ο φτωχός χώρος εξοπλίζεται με φτηνά έπιπλα» ενώ «ο πλούσιος χώρος εξοπλίζεται με ακριβά έπιπλα», αν και δεν είναι λανθασμένα, είναι εν μέρει ανακριβή και αποτελούν αποσπασματικές και κατά συνέπεια μάλλον ελλιπείς και απλουστευμένες συνεπαγωγές. Εάν όμως συνδυαστούν και με την αυτονόητα τεκμηριωμένη αντιστοίχηση «Φτωχός – μικρός χώρος» και «Πλούσιος – μεγάλος χώρος» τότε προκύπτει η τελική συνδυαστική σχέση: «ο φτωχός χώρος είναι σε κάθε περίπτωση μικρός χώρος και είτε είναι άδειος (όχι ευρύχωρος) και εξοπλισμένος με λίγα φθηνά έπιπλα είτε είναι γεμάτος με στριμωγμένα πολλά αντικείμενα, όχι αναγκαστικά φθηνά, προερχόμενα από παλαιότερο καθεστώς οικονομικής ευημερίας των χρηστών ή προγόνων τους». Αντίστοιχα «ο πλούσιος χώρος είναι μεγάλος χώρος, με ευρύχωρα χωροθετημένα ακριβά αντικείμενα».







Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Συμπεράσματα που αφορούν στον τρόπο ζωής

Υπενθυμίζεται ότι τα συμπεράσματα που αφορούν στον τρόπο ζωής εντάσσονται σε τέσσερις (4) κατηγορίες:

Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου
Η κατηγορία αυτή αναλύεται στις παρακάτω υποκατηγορίες:

  • Λειτουργικά υποσύνολα,
  • Κοινωνικά κριτήρια («Φτωχός» - «Πλούσιος») και χωρικές επιλογές (μορφολογικό ύφος και τρόπος χωροθέτησης κινητών αντικειμένων),
  • «Στρεβλώσεις» (χωρικές ανακολουθίες),
  • Τυπολογία του Οικιακού Χώρου: «Κλειστή» και «Ανοιχτή» κάτοψη,
  • Βαθμός κανονικότητας του κτιριακού(οικιακού) κελύφους και των επιμέρους αυτόνομων οργανώσεων.




  • Λειτουργικά υποσύνολα

  • Οι διαβαθμίσεις ή ποιότητες χώρων που παρατηρούνται στις ανασυγκροτημένες κατόψεις, συνήθως πυκνώνουν σε ένα σύστημα με επιμέρους οργανώσεις.



Στο καθιστικό του ανώτερου κοινωνικού στρώματος της περιόδου 1950-1970, το «κέλυφος» ορίζει ένα υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εξαρτώνται αυτόνομες γεωμετρικές οντότητες. Όσο όμως μεταβαίνουμε προς το μέσον του χώρου, εντοπίζονται και εκεί αυτόνομες οντότητες, όμως με διαφοροποιημένο νόημα. Πρόκειται για οντότητες ανεξάρτητες από τις ορίζουσες του κελύφους, που «πλέουν» μέσα στο χώρο, και μέσα από τη δυναμική τους ορίζουν εντέλει αυτόνομα οπτικά πεδία: το «μπρος και το πίσω», το «κοντά και το μακριά». Αυτό ίσως αιτιολογεί την απόκλιση των αξόνων των αυτόνομων οντοτήτων από τον ορθοκανονικό κάναβο του κελύφους.
Αντίστοιχα, στο καθιστικό των μικρομεσαίων στρωμάτων, παρατηρούνται τύποι οργάνωσης του εξοπλισμού, ανεξάρτητα από το κέλυφος, οι οποίοι δημιουργούν «λειτουργικά υποσύνολα»: καναπές, πολυθρόνες, τραπεζάκι, καρέκλες, και πιθανώς αναρτημένα στους τοίχους αντικείμενα ή μικροαντικείμενα σε ράφια ή πάνω στα τραπέζια. Το πρότυπο αυτού του τύπου και τρόπου διάταξης του εξοπλισμού προέρχεται από τα μεγαλοαστικά σπίτια και αποτέλεσε το πρότυπο για τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία θέλησαν να μεταγράψουν αντίστοιχες διατάξεις στο δικό τους χώρο. Όμως η «μεταγραφή» αυτή εμπεριέχει το ζήτημα του μεγέθους και πιστοποιεί την αδυναμία συγκρότησης επιμέρους χώρων σύμφωνα με τα μεγαλοαστικά πρότυπα. Παρ’ όλα αυτά η «μεταγραφή» επιχειρείται άλλοτε με επιτυχείς και γόνιμες προσαρμογές και άλλοτε ως στείρα αντιγραφή προτύπων. Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως δημιουργείται «στρίμωγμα» (τόσο στο οριζόντιο επίπεδο όσο και στο κατακόρυφο επίπεδο), και αναγκαστικά τα έπιπλα παρατάσσονται περιμετρικά, κατά μήκος των τοίχων, ώστε να εξοικονομηθεί χώρος. Έτσι όμως εξαφανίζονται οι ελεύθερες οντότητες που «πλέουν» μέσα στο χώρο, γεγονός που δημιουργεί μία αλλοίωση στη δομή των πρότυπων οργανώσεων, οι οποίες είτε χάνονται μέσα στο στρίμωγμα είτε μετασχηματίζονται σε περιμετρικές παρατάξεις. Αυτό που παραμένει είναι τα κοινωνικά σύμβολα των διαφόρων στιλ (η μεγάλη πολυθρόνα, το μεγάλο τραπέζι), τα οποία πολλές φορές βρίσκονται διασκορπισμένα σε διαφορετικά δωμάτια.

Στην ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), στο σπίτι του στρατηγού, παρατηρείται παράταξη του εξοπλισμού κατά μήκος του κελύφους. Τα έπιπλα έχουν τραβηχτεί ή και εφάπτονται στο κέλυφος. Το τραπέζι αποτελεί ισχυρό πόλο κοινωνικής συγκέντρωσης. Οι οργανώσεις επίπλων του σαλονιού, οι οποίες δεν ευνοούν την κοινωνική συνεύρεση, δεν χρησιμοποιούνται. Αποτελούν μάλλον «διαλυμένες οργανώσεις» απλώς για να υπάρχουν τα αντικείμενα-σύμβολα. Και μέσα από τις συναναστροφές παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν εκείνα τα έπιπλα, τα οποία δεν είναι παρατεταγμένα, γιατί η παράταξη διαλύει τη συναναστροφή. Διαπιστώνεται δηλαδή διάσταση μεταξύ προτύπων αντικειμένων–συμβόλων (π.χ. έπιπλα σαλονιού) και προτύπων συναναστροφής (π.χ. έπιπλα τραπεζαρίας).
Στην ίδια ταινία, η κρίσιμη αποκάλυψη γίνεται στο επίσημο τραπέζι, όχι στο καθημερινό. Ισχύει επομένως ένας συμβολισμός, σύμφωνα με τον οποίον τα έπιπλα δεν προκαθορίζουν τις συμπεριφορές, αλλά δημιουργούν το αρχιτεκτονικό σκηνικό (όχι το σκηνοθετικό) μέσα στα πλαίσια του οποίου πραγματοποιούνται.





  • Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου,
  • Καθιστικό – Τραπεζαρία: Χρήση,
  • Καθιστικό – Τραπεζαρία: Επίπλωση,
  • Κουζίνα.