Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Η γλώσσα της ανθρώπινης διανόησης ως πολιτισμικός κώδικας

(μία άποψη με πολλές υποσημειώσεις και εισαγωγικά)

Ο άνθρωπος, ανέκαθεν στην καταγεγραμμένη ιστορία εξέλιξής του, φροντίζει να ικανοποιεί διάφορες ανάγκες, όπως τις φυσιολογικές ανάγκες (πείνα, δίψα, κίνηση, στέγαση), την ανάγκη για ασφάλεια (υλική και άυλη κατοχύρωση της εργασίας), τις κοινωνικές ανάγκες (κοινωνική αποδοχή), τις ανάγκες του ΕΓΩ (αυτοεκτίμηση), και την αυτοπραγμάτωση (αυτό-ολοκλήρωση).[1] Πέραν όμως από την ικανοποίηση αυτών των αναγκών τον απασχολεί έντονα και η επίλυση ορισμένων υπαρξιακών, εξ ορισμού άλυτων ερωτημάτων, όπως αυτό της δημιουργίας του κόσμου και του ιδίου, του λόγου παρουσίας του στη γη, και της μετά θάνατον πορείας του. Η αλήθεια[2] σχετικά με την δημιουργία του κόσμου (κοσμοαντίληψη)[3] αλλά και με την ανθρώπινη ύπαρξη είναι υποκειμενική και η αναζήτησή της σε όλες τις εποχές κρύβει μέσα της το μεταφυσικό στοιχείο. Οι άνθρωποι αναζητούν αυτές τις απαντήσεις μέσα από τους διάφορους τομείς του πνεύματος όπως η Επιστήμη[4] και η Τέχνη,[5] ο κάθε ένας από τους οποίους διαθέτει τη δική του γλώσσα και τον αντίστοιχο συμβολισμό. Αυτά τα γλωσσικά συστήματα, λειτουργούν ως ερμηνευτικά εργαλεία, και, ανάλογα με τη μορφή της διανόησης που εκφράζουν (Τέχνη, Επιστήμη, …), προσπαθούν να μεταβιβάσουν στο κοινό τους ως κυρίαρχη ιδεολογία (ως οικουμενική αλήθεια), ένα πρότυπο ερμηνείας του «κοσμοειδώλου».[6] Αποδίδουν έτσι μια αφαιρετική και ίσως απλοποιημένη αναπαράσταση του Κόσμου ως «πολιτισμική μεταφορά» και οι συμβολοποιήσεις που προτείνουν αποσαφηνίζουν ή και συμπληρώνουν έννοιες και των άλλων τομέων του πνεύματος.Συμβαίνει δηλαδή αφενός μεν ροή στη σκέψη[7] αφετέρου δε όσμωση μεταξύ των διαφορετικών γνωστικών του πεδίων. Στην Τέχνη, οι νεότερες απόψεις δεν αναιρούν τις προηγούμενες αλλά προστίθενται η μία δίπλα στην άλλη.[8] Αντίστοιχα στη Φιλοσοφία, έπρεπε να προηγηθεί ο Διαφωτισμός (Βολταίρος, Diderot) προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες που θα «γεννήσουν» τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Βολταίρος[9] επιμελήθηκε τη μετάφραση του έργου του Νεύτωνα στα γαλλικά, μεταγράφοντας τις μεγάλες επαναστατικές ιδέες σε κώδικα κατανοητό από τους απλούς ανθρώπους (όσμωση μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας).Όμως, αυτή η κοινή (από κάθε μορφή της διανόησης) αναζήτηση της «οικουμενικής αλήθειας» είναι ευαίσθητη σε μία παθολογία: την κοινωνική αδράνεια, η οποία οδηγεί στην εξόντωση του διαφορετικού στοιχείου.[10]Ίσως το θέμα του γλωσσικού κώδικα και της διατύπωσης της «αλήθειας» να μπορούσε να εξεταστεί διεξοδικότερα μέσα από μία διαδικασία συσχετισμού «συμβολισμού» και «αναπαράστασης». Και επειδή ακριβώς υπεισέρχεται η διαδικασία «αναπαράστασης» της «αλήθειας», υπάρχει η δυνατότητα για μία σαφή και προκαθορισμένη πολιτική χειραγώγησης της «αλήθειας» από τα ανώτερα προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα[11]: το ανώτερο κοινωνικό στρώμα λειτουργεί ως «επιτηδευμένος ψυχολόγος», που γνωρίζει δήθεν την οικουμενική αλήθεια (ενώ πρόκειται για την παραποιημένη ή τη μερική αλήθεια), τη χρησιμοποιεί επιτήδεια για να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση εκείνου που δεν γνωρίζει, και να τον παραπλανήσει προκειμένου να τον χειριστεί. Δεν τον χειρίζεται όμως ως συμπάσχων αλλά όπως ένα μηχάνημα. Δεν διακατέχεται από κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις, από κοινή εντοπιότητα ή από πατριωτισμό αλλά, εκμεταλλευόμενος την εγγενή μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου, αποβλέπει στο ιδιοτελές συμφέρον. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τις χάντρες και τα καθρεφτάκια που χάριζαν οι Ευρωπαίοι κατακτητές στους ιθαγενείς της Αμερικής, προκειμένου να πετύχουν τον διπλό στόχο τους: να τους εντυπωσιάσουν αλλά και να τους χειριστούν.

Υποσημειώσεις:

(1.) Η ταξινόμηση αυτή των αναγκών οφείλεται στονΑμερικανό ψυχολόγο Abraham Maslow. Ξεφεύγοντας από την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση, ο William Glasser (Αμερικανός ψυχίατρος), στη Θεωρία Ελέγχου που πρότεινε, μιλά για ανάγκες, οι οποίες φαίνεται ότι μπορούν να ικανοποιηθούν ήδη από τη σχολική ηλικία μέσα στην τάξη. Αυτές είναι: η ανάγκη να ανήκεις κάπου, η ανάγκη για ισχύ, η ανάγκη να περνάμε ωραία, και η ανάγκη για ελευθερία.
(2.) Αυτό που αντιλαμβανόμαστε από ό,τι βλέπουμε και ό,τι μας περιβάλλει γενικότερα, είναι μία ψευδαίσθηση, είναι αυτό που καταλαβαίνουμε από όσα βλέπουμε, είναι αυτό που θέλουμε να δούμε. Το όλο θέμα ανάγεται στο υπαρξιακό ζήτημα διαχείρισης της «αλήθειας», διαπραγμάτευσης της ανθρώπινης ταυτότητας και της εξάρτησής της από το μεταφυσικό. Η έννοια της «αλήθειας», ως έννοια κατ’ εξοχήν υποκειμενική, είναι κάτι που ο κάθε ένας αντιλαμβάνεται και πιστεύει, η ιδιαίτερη πραγματικότητά του, η αλήθεια του, η ταυτότητά του. Υπάρχουν επομένως διαφορετικοί πόλοι αλήθειας, γύρω από τους οποίους εξελίσσεται το «δράμα» της ανθρώπινης ζωής, επαναορίζοντας δυναμικά το νόημα της ύπαρξής της. Πρόκειται για ένα ζήτημα συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης της αντίληψης του κόσμου και της θέσης του εαυτού μας μέσα σ’ αυτόν.
(3.) Η δομή της ανθρώπινης φύσης εκτός από τον φυσικό έχει και έναν δεύτερο χαρακτήρα, αυτόν μετά τον φυσικό. Λόγω αυτής του της ιδιότητάς ο άνθρωπος δεν παύει να διατυπώνει ερωτήματα υπαρξιακού περιεχομένου και αυτό το κάνει μέσα από κάθε γλωσσικό σύστημα που διαθέτει. Είναι χαρακτηριστικό σύμφυτο της ανθρώπινης φύσης, να ικανοποιείται από μία εικόνα, μία κοσμοθεωρία, που προηγουμένως όμως θα πρέπει να μπορεί να κατανοήσει και να τεκμηριώσει η ίδια. Κόσμος δηλαδή είναι αυτό που μπορεί να αποδειχθεί και να ταιριάξει με την εικόνα που δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος μέσα στο μυαλό του. Ενώ, επί παραδείγματι, η γη ήταν πάντα σφαιρική, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, σε διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς, οι άνθρωποι την «έβλεπαν» με έναν ιδιαίτερο σε κάθε περίπτωση τρόπο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η γη στηρίζεται πάνω στην πλάτη του Άτλαντα, οι Αιγύπτιοι, ότι είναι επίπεδη, και τη στηρίζουν τέσσερις κολώνες, οι Ινδοί ότι στηρίζεται πάνω σ’ έναν πελώριο ελέφαντα, ο οποίος στηρίζεται πάνω σε μία χελώνα, η οποία πλέει στην θάλασσα. Ένας μύθος Hindu θεωρεί πως η γη είναι μια τεράστια πλατφόρμα που στηρίζεται σε οκτώ ελέφαντες. Μύθος από την κεντρική Αμερική λέει ότι η γη είναι τετράγωνη και στις τέσσερις γωνίες της στηρίζεται από τέσσερις θεούς τους Vashakmen. Όταν αυτοί θεωρούν πως η γη έχει πληθυσμό πάνω από το κανονικό, τη γέρνουν, για να ξεφορτωθούν το περίσσευμα των ανθρώπων. Σύμφωνα τέλος με την επαναστατική, και αδιανόητη εν πολλοίς, παράδοση της Αγίας Γραφής, ο Θεός δημιούργησε τη γη αλλά δεν τη στήριξε κάπου σταθερά. Την άφησε να αιωρείται στο κενό (ή, κατά μία άλλη περιγραφή από το αντίφωνο της Μεγάλης Πέμπτης: «… εν ύδασι την γην κρεμάσας»). Είναι αυτή η επαναστατικότητα της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής, που θέλει να μας συμφιλιώσει και να μας εξοικειώσει με το παράλογο, που σε μεγάλο βαθμό δικαιολογεί το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης με την αντίστοιχη δημιουργία αμέτρητων αιρέσεων και ομολογιών. Η φύση του ανθρώπου, ενστικτωδώς συντηρητική στο σχηματισμό πεποιθήσεων, επιδιώκει να διαβεβαιώνεται συνεχώς για τη μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλισή της. Η ανάγκη για εξασφάλιση και σιγουριά, και η ροπή προς την ιδιοτέλεια είναι ορμές ενστικτώδεις, αδυσώπητες, που ανταποκρίνονται αντανακλαστικά στο δόλωμα του ρουσφετιού. Ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει ότι η γη στηρίζεται σε κάτι το στέρεο, όπως όταν χτίζει το σπίτι του και το στηρίζει σε ισχυρά θεμέλια. Όλα πρέπει να στηρίζονται κάπου. Όλα πρέπει να αιτιολογούνται. Δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από αυτή την αντίληψη όσο και αν με τη φιλοσοφία και την τεχνολογία έχει προχωρήσει σε υψηλότερα επίπεδα.
(4.) Η γλώσσα της επιστήμης είναι ένα αυστηρά καθορισμένο σύστημα κανόνων που ο επιστήμονας οφείλει να χρησιμοποιεί προκειμένου να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Με δεδομένο την εκάστοτε βιωμένη πολιτισμική πραγματικότητα επαναπροσδιορίζει την αλλαγή της κοινωνικής σκέψης για τον κόσμο και επινοεί έναν τρόπο αναπαράστασης της νέας αυτής εικόνας. Δεν πρόκειται για αντικειμενική εικόνα αλλά για ό,τι η ανθρώπινη κοινότητα θεωρεί ως πιστότερη απεικόνιση βάσει των μέχρι εκείνη τη στιγμή αποδεκτών απόψεων. Ο Αϊνστάιν αφομοίωσε την επιστημονική αντίληψη του Νεύτωνα προτού παράξει τη δική του και μιλήσει για το χωροχρόνο και τη σχετικότητα. Αυτό γίνεται ένας τρόπος συμβολισμού της σκέψης. Πρόκειται για καθαρή επιστημονική σκέψη, η οποία μεταδίδεται έμμεσα ως σύμβολο πολιτισμικού άλματος.
(5.) Στο χώρο της Τέχνης δημιουργείται μία κατηγορία απόψεων, όπου μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών αντανακλάται συμβολικά όλος ο κόσμος, όπως τον αντιλαμβάνεται τη συγκεκριμένη στιγμή η συγκεκριμένη κοινωνία. Ανεξάρτητα από το εάν αρέσει ή δεν αρέσει, μία μορφή συμπυκνώνει ένα συμβολισμό, έναν τρόπο σκέψης. Ο καλλιτέχνης μιλάει υποκειμενικά, δεν αποδεικνύει τίποτα. Παρ’ όλα αυτά η καλλιτεχνική γλώσσα δεν παύει να είναι μία ιδιόμορφα αυστηρή γλώσσα, που χρησιμοποιεί συμβολισμό και φαινομενικά αυθαιρετεί, στα όρια του ανθρωπίνως κατανοητού. Εάν δεχθούμε αυτό το «ανθρωπίνως κατανοητού», τότε όλες οι υποθέσεις περί της εικόνας του κόσμου δεν είναι παρά εξαιρετικά αυθαίρετες πολιτισμικές κατασκευές. Οι διάφορες μορφές έκφρασης του ανθρωπίνου πνεύματος (οντολογικές δοξασίες, θεολογικές & μεταφυσικές απόψεις), σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή, η κάθε μία προερχόμενη από ένα ιδιαίτερο πεδίο «αλήθειας», με κοινή όμως βάση τη μεταφυσική ανησυχία του ανθρώπου, συγκλίνουν προς το σχηματισμό μιας «αλήθειας», μιας ενιαίας κοσμοαντίληψης, που θεωρούν ως οικουμενική «αλήθεια».
(6.) Ως κοσμοείδωλο νοείται η εικόνα του φυσικού κόσμου που σχηματίζουμε με τη βοήθεια της φυσικής, των μαθηματικών και της λογικής. Πρόκειται για το προϊόν της «κοσμοαντίληψης».
(7.) Κοπέρνικος (1473-1543), Γαλιλαίος (1564-1642), Κέπλερ (1571-1630), Νεύτωνας (1642-1727), Αϊνστάιν (1879-1955). Ο καθένας ενταγμένος στο κοινωνιοπολιτισμικό περιβάλλον της εποχής του, κατόρθωσε να βοηθήσει στη μετεξέλιξη της επιστημονικής σκέψης και να δημιουργήσει αφετηρίες για νέες αντιλήψεις. Ενίοτε σε απόγνωση, άλλοτε σε πλήρη ευφορία, μπόρεσαν να υλοποιήσουν την προτροπή του Νεύτωνα: «Αν είδα μακρύτερα, είναι επειδή στάθηκα στους ώμους γιγάντων» (από μία επιστολή του Νεύτωνα στον Robert Hooke, 5 Φεβρουαρίου 1676). Ο Stephen Hawking προτρέπει κάτι ανάλογο: να βυθιστούμε και να αναδυθούμε όπως επιτάσσει ο σεβασμός στα πρωθύστερα, η αγάπη για τη γνώση και την επιστήμη.
(8.) Π.χ. ο κυβισμός του Μπρακ και του Πικάσο δεν αναίρεσε το παραμικρό στο ρου της ιστορίας της τέχνης.
(9.) Είναι γνωστό ότι ο Βολταίρος ήταν θαυμαστής του Νεύτωνα.
(10.) Είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη μορφή κοινωνικής αδράνειας, αλλά και προϊόν ομαδισμού (δηλαδή κοινωνιών όπου υπάρχει έντονη η ανάγκη της ομοιομορφίας), η διάθεση της κοινωνίας να εξοντώνει τη διαφορετικότητα. Να απορρίπτει δηλαδή ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει, ό,τι δεν εμπίπτει στα πλαίσια μιας κατανοητής εικόνας. Η διαφορετικότητα είναι η αιτία της έλξης και της προσέγγισης. Η προσέγγιση όμως προϋποθέτει την κατανόηση του διαφορετικού, αλλιώς καταστρέφεται η επικοινωνία «πομπού» και «δέκτη». Ο «δέκτης» δεν εμπλουτίζεται από το λαμβανόμενο μήνυμα και, αποκλεισμένος στη βεβαιότητα των κανόνων της δικής του παράδοσης, βυθίζεται στη «στενοχώρια» που δημιουργείται από τη διαφορετική στάση. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η διαφορά γιατί αυτό δημιουργεί ρήγμα στους κόλπους της κοινότητας. Και αυτό το ρήγμα ο μέσος άνθρωπος δεν το αντέχει, έχει την τάση να το αποκλείει και να εντάσσει την εκάστοτε αιφνίδια παρουσία του στο λεγόμενο τυχαίο. Αυτό το αντιμετώπισε η αρχαία τραγωδία, όπου ο υβριστής διαφοροποιείται, όμως εν τέλει επανέρχεται στην τάξη των πραγμάτων. Στην κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας έχουμε τραγωδία, στη σύγχρονη Ελλάδα έχουμε εξόντωση.
(11.) Η κοινωνική αυτή διαστρωμάτωση χρησιμοποιεί ως ταξινομητικό φίλτρο την πνευματική καλλιέργεια. Πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο δημιουργεί μία διαφοροποίηση στα κοινωνικά στρώματα μεταξύ «καλλιεργημένων» και «μη-καλλιεργημένων», η οποία είναι ίσως η αιτία για τη διαφοροποίηση στην αντιληπτικότητα σε θέματα Τέχνης.