Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Η ναοδομία ως πρωταρχική έκφραση της μεταφυσικής τάσης του ανθρώπου (1)



Στο κείμενο αυτό επιχειρείται μία σύνδεση θεολογικών, και γενικότερα μεταφυσικών θεμάτων, με την υλική πραγματικότητα. Προσέγγιση δηλαδή της Φιλοσοφίας (θεωρούμενη με μία ευρύτερη αντίληψη και όχι στενά με την επιστημονική) με την Αρχιτεκτονική. Ας μην ξεχνάμε ότι εάν ο δημιουργός αρχιτεκτονικού προϊόντος δεν διακατέχεται από μία αυστηρά θεμελιωμένη φιλοσοφική σκέψη ίσως να έχει εκ προοιμίου αποτύχει, περιοριζόμενος στα πλαίσια της οικοδομικής διεκπεραίωσης.

Η αρχιτεκτονική δεν εξυπηρετεί μόνο πρακτική χρησιμότητα. Πρόκειται για καλλιτεχνία, η οποία παράγει έργα εμπνεύσεως και εκφράζει αιώνιες αξίες. Ειδικά η αρχιτεκτονική των ναών, εκτός του ότι είναι τέχνη είναι και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χριστιανική πίστη.
Η παρουσίαση αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη: Το πρώτο αναφέρεται στην μεταφυσική τάση του ανθρώπου και αποτελεί την θεωρητική τεκμηρίωση του κυρίου θέματος το οποίο θα ακολουθήσει. Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια ενδεικτική προσέγγιση στην έννοια του συμβόλου πριν εισέλθουμε στο κυρίως θέμα: τον κοσμολογικό συμβολισμό στη ναοδομία.

1. Η Μεταφυσική Τάση του Ανθρώπου

1.1. Η μεταφυσική ορμή του ανθρώπου

Η μεταφυσική ορμή του ανθρώπου μαζί με άλλες τρεις, την ορμή προς γνώση, την ορμή της αιδούς (ηθική ορμή) και την καλλιτεχνική ορμή, αποτελούν το σύνολο των πνευματικών ορμών, δηλαδή των έμφυτων εκείνων στοιχείων τα οποία χαρακτηρίζουν κατ' εξοχήν το βιολογικό είδος «άνθρωπος» και δεν συναντώνται σε άλλους οργανισμούς κατώτερους από αυτόν.[1]
Οι τέσσερις παραπάνω πνευματικές ορμές εκφράζονται συλλογικά με την έννοια του πλατωνικού έρωτος διότι ο έρως αυτός είναι τάση και ανύψωση του ανθρώπου από την άγνοια στη γνώση της αλήθειας, από τη δυσμορφία στο κάλλος, από το ηθικώς κακό στο αγαθό και από το γήινο στο θείο.
Αν η ορμή προς γνώση έχει ως αφετηρία την λογική και ως σκοπό τη γνώση της αλήθειας, αν η ορμή της αιδούς έχει ως αφετηρία τον «πρακτικό λόγο», την ηθική συνείδηση και ως σκοπό την επιτέλεση του πρακτέου, και, αν τέλος η καλλιτεχνική ορμή έχει ως πηγή τη φαντασία και το συναίσθημα, σκοπό δε το κάλλος, η μεταφυσική εκκινεί είτε το συναίσθημα, και τότε δημιουργεί τη θρησκεία, είτε τη λογική σκέψη, οπότε δημιουργεί τη φιλοσοφία.[2]
Η μεταφυσική ορμή ως θρησκευτικό σκοπό έχει την ένωση με το Όλον, τη σύνδεση με το άπειρο της υπάρξεως, με το απόλυτο, το οποίο ταυτίζεται με το «θείον».
Είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου ότι ποτέ δεν φθάνει σε απόλυτη ικανοποίηση, ούτε με το ηθικό κατόρθωμα ούτε με το καλλιτέχνημα ούτε με τα γνωστικά επιτεύγματα. Όλα αυτά αποτελούν μεγάλα ανοίγματα της ψυχής και του πνεύματος του ανθρώπου προς την αιωνιότητα, δεν είναι όμως τέρματα. Η ζωή δεν λυτρώνεται με τη γνώση ούτε με την τέχνη ούτε με οτιδήποτε άλλο πεπερασμένο. Όσο περισσότερα γνωρίζει ο άνθρωπος τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το μέγεθος της αγνοίας του και τα πεπερασμένα του όρια. Η γνώση αφήνει πάντοτε κάτι έξω από τον εαυτό της, το άγνωστο.
Ο διχασμός του γνωστού και του αγνώστου ουδέποτε αίρεται. Γι' αυτό ακριβώς ο άνθρωπος αισθάνεται την τάση να προχωρήσει προς το απόλυτο, πέρα από διχασμούς, να ταυτίσει το είναι του με το «εν και παν», την «ουσία και την αρχή του παντός». Η έλξη αυτή της ψυχής προς την απόλυτη ενότητα,[3] από του «γιγνομένου επί το ον», από τα μεταβαλλόμενα στο σταθερό, παραπέμπει στην αληθινή θρησκεία.
Η τάση αυτή του ανθρώπου αποτελεί μία ανάγκη, μία ψυχική «χρεία», ανεξάρτητα από κάθε συγκεκριμένη μορφή και εκδήλωση της μεταφυσικής του αυτής ορμής.
Αφού λοιπόν ο άνθρωπος τόσο με την επιστήμη όσο και με την ηθική και την τέχνη παραμένει διχασμένος και ατελής, γεννιέται μέσα του η έλξη προς το απόλυτο, να βγει από το «είναι» του.[4]
Καθολικότερη μορφή της μεταφυσικής ορμής αποτελεί η θρησκευτικότητα. Η αρχαία φιλοσοφία διακήρυττε την καθολικότητα της ορμής αυτής συνεχώς, από των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων μέχρι του Σωκράτους, των Στωικών και του Πλουτάρχου.[5]
Στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, το Βυζάντιο, θρησκεία και κράτος είχαν συνδεθεί. Η τύχη τους ήταν στενά συνυφασμένη.
Κατά την περίοδο του Ρομαντισμού, τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα, η θρησκευτικότητα αναγνωρίστηκε και πάλι σαν έμφυτο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.[6]
Οι μετέπειτα έρευνες της εθνολογίας, της λαογραφίας και της κοινωνικής ψυχολογίας επιβεβαίωσαν ακόμη μία φορά ότι η θρησκευτικότητα αποτελεί καθολικό γνώρισμα του ανθρώπου.[7]
Πιστεύουμε ότι ο ρόλος, τον οποίο έχει διαδραματίσει η θρησκεία στην ιστορία του πολιτισμού, είναι ανώτερος από κάθε άλλη ανθρώπινη εκδήλωση. Ο HOMO RELIGIOSUS συντάραξε τις μάζες και τους πολιτισμούς περισσότερο από τον HOMO SAPIENS. Η θρησκεία έχει το χαρακτηριστικό να υποβοηθάει και να προωθεί την ηθική ζωή διότι εμφανίζει τις ηθικές εντολές, δηλαδή το ηθικό καθήκον του ανθρώπου, σαν θείες επιταγές.[8] Κατ' αυτόν τον τρόπο η θρησκεία παρέχει ως ιδανικό την υποταγή της ύλης στο πνεύμα διότι η ηθικότητα έγκειται στο να υποτάσσει ο λόγος, ο «πρακτικός λόγος» κατά τον Καντ, τα πάθη.

Σημειώσεις

[1] Η διάκριση αυτή γίνεται αποδεκτή από την Ψυχολογία. Βλέπε: Σπετσιέρη Κων\νου , Η ψυχική ζωή του ανθρώπου, Αθήνα 1960, σ. 40-45
[2] Η φιλοσοφία είναι και δημιούργημα της ορμής προς γνώση.
[3] Όπως θα έλεγε ο Πλάτων: «ψυχής ολκός από του γιγνομένου επί το ον», Πολιτεία, Ζ 521 D.
[4] Αυτό ακριβώς είναι εκείνο, το οποίο ονομάζει ο Πλωτίνος «άπλωσιν» ή «ένωσιν». Την ταύτιση δηλαδή του γνωρίζοντος υποκειμένου με το γνωριζόμενο αντικείμενο. Θέλει έτσι να υποδηλώσει τις στιγμές της εκστάσεως, τις μυστικιστικές εκείνες στιγμές, κατά τις οποίες υποκείμενο και αντικείμενο ενώνονται σε ένα. [5] Βλέπε, προκειμένου για τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους: Jaeger Werner, Die theologie der Frühen Griechischen denker, Stuttgart 1953. Προκειμένου για τον Σωκράτη: Ξενοφώντος απομνημονεύματα Ι, 4, 16. Προκειμένου για τους Στωικούς: Cicero de Legibus I, 8, 24. Στο χωρίο αυτό ο Κικέρων λέει ότι «κανένα ον, πλην του ανθρώπου, δεν έχει την έννοια, την αντίληψη περί του Θεού. Αλλά και μεταξύ των ανθρώπων κανένας λαός δεν είναι τόσο αδάμαστος ούτε τόσο σκληρός ώστε, ακόμη και αν αγνοεί, να μην γνωρίζει ότι πρέπει να υπάρχει Θεός, ότι πρέπει να λατρεύει κάποιον Θεό’’. Τέλος ο Πλούταρχος (προς Κολώτην ΛΑ) μας λέει ότι: «μπορεί κανείς να βρει πόλεις χωρίς τείχη, χωρίς βασιλείς, χωρίς σπίτια, χωρίς χρήματα, χωρίς γνώση γραμμάτων, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια, δεν υπάρχει όμως περίπτωση να δει κανείς πόλη, που να μην λατρεύει Θεό, να μην έχει ιερά, να μην εκτελεί την λατρεία και τις εν γένει λατρευτικές πράξεις προς εξευμενισμό του Θείου. Είναι αδύνατο να υπάρξει πολιτεία που να έχει καταργήσει την έννοια του Θεού.»
[6] Τούτο συνέβη κατ' εξοχήν στη Γερμανία όπου ο Johann Gottfried Herder, ο Johann Wolfgang Goethe επίσης οι ιδεοκράτες φιλόσοφοι Friedrich Wilhelm Schelling και Georg Wilhelm Friedrich Hegel και ο θεολόγος Friedrich Ernst Daniel Schleier-Macher διεκήρυτταν ότι ο άνθρωπος έχει μία έμφυτη τάση (religio) συνδέσεως με το άπειρο και το απόλυτο.
[7] Ο Brunschwicg στο έργο του “De la connaissance de soi”, Paris 1931, σελίδα 42, παρατηρεί: «Le sacré, mysterium, tremendum, correspond à un réflexe animal» (= Το όσιο και ιερό, το οποίο είναι τρομερό μυστήριο, ανταποκρίνεται σε μια έμφυτη ορμή).
[8] Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα που αποδίδει στη θρησκεία ο Immanuel Kant, στο έργο του “Die religion innerhale der grenzen der bloben vernunft”, (= η θρησκεία εντός των ορίων του απλού λόγου) IV, 229-230. Λέει ο Καντ ότι “θρησκεία είναι η αντίληψη, η θεώρηση όλων των ηθικών καθηκόντων μας ως θείων επιταγών.”