Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Χώρος και Χρόνος: δύο διαχειριστικές έννοιες του «Χωρικού Αποκωδικοποιητή»

Δύο άλλες διαχειριστικές έννοιες του «Χωρικού Αποκωδικοποιητή», η Εντροπία και η Διανθρώπινη Σταθερά έχουν παρουσιαστεί σε αντίστοιχες καταχωρήσεις του παρόντος ιστολογίου: «Εντροπία» (Δεκέμβριος 2006) και «Διανθρώπινη Σταθερά+Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός» (Μάρτιος 2007).




Η αρχιτεκτονική, αφενός μεν ως διαδικασία αποτύπωσης ανθρωπίνων δράσεων, αφετέρου δε ως κείμενη στο όριο μεταξύ των επιστημών και της καθαρής τέχνης, προσφέρεται κατ’ εξοχήν ως καταλυτικός παράγοντας για τη γονιμοποιητική συνένωση αντιλήψεων και από άλλα γνωστικά πεδία προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολιστικά το ζήτημα της ανθρώπινης συνθήκης.
Ο άνθρωπος νοείται ως μια απόλυτα δεδομένη οντότητα, μια πραγματική φυσική ύπαρξη. Ως ανθρώπινη φύση εννοούμε αυτήν, από το ζωικό βασίλειο, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το να επιδιώκει να πραγματοποιήσει όνειρα και ελπίδες. Και αυτό το επιτυγχάνει βαθμηδόν με τον προσωπικό της ζήλο και προσπάθεια, κάνοντας ανάλογη χρήση του λογικού και του αυτεξουσίου της. Η διαβίωση στην ανθρώπινη κοινωνία είναι μία σύνθετη και αέναη πράξη ατομικής και συλλογικής δημιουργίας «εκ του μηδενός», γεγονός που εξηγεί τόσο την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους μεταβάλλεται στο χρόνο, όσο και τη σταθερή προσπάθεια του ανθρώπου να αναζητεί νέους και καλύτερους τρόπους συγκρότησης και λειτουργίας της.
Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, με τον όποιον τρόπο μεταφερμένοι από την κοινωνική στην κινηματογραφική πραγματικότητα, αποτελούν και αυτοί χωρικά συστατικά. Ο χώρος δεν αποτελεί απλό σκηνικό για τη δράση των χαρακτήρων, αλλά συστατικό της ίδιας της ταυτότητάς τους. Ειδικότερα, ο αρχιτεκτονικός χώρος, ως το κατ’ εξοχήν αποτύπωμα των ανθρωπίνων δράσεων μέσα στο χωροχρόνο, αντανακλά τη σχέση της ύλης με τον άνθρωπο. Δεν νοείται χώρος σε περιβάλλον όπου αγνοείται ο ανθρώπινος παράγοντας.
(βλέπε και καταχώρηση «διανθρώπινη σταθερά» + αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, Μάρτιος 2007)

Παρουσιάζεται όμως εξαρχής ένα δίλημμα: διατηρεί η αρχιτεκτονική μέσα από αυτή τη διαδικασία την αυτάρκειά της ή μήπως παίζει ένα υποβοηθητικό ρόλο σε άλλες επιστήμες καταφεύγοντας σε μέσα, τα οποία φανερώνουν την ανεπάρκειά της; Η θεωρητική συνά-φεια του «ΧΑ» θεωρεί ότι η αρχιτεκτονική έχει μια πρωτογενή σχέση με τον ψυχικό και τον πνευματικό κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης και κατά συνέπεια είναι αυτάρκης στην έκφραση αντίστοιχων ερεθισμάτων, συναισθημάτων και λογικών συνειρμών. Για να συ-ντηρηθεί αυτή η αμεσότητα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη θεώρηση της αρχιτε-κτονικής ως γλώσσας και στην αναζήτηση των κύριων λειτουργικών της συστατικών. Η προσφυγή σε άλλα επιστημονικά πεδία βοηθάει στην παρατήρηση στοιχείων που η καθη-μερινή τριβή με την αρχιτεκτονική, μας αποκρύπτει. Μία δοκιμή παρατήρησης του «χώρου» (του αντικειμένου της παρούσας δημοσίευσης) μέσα από αυτό το πρίσμα, αμέσως καταδεικνύει τη διεπιστημονικότητα του ζητήματος. Διαπιστώνεται δηλαδή εύκολα ότι:
(1.) Η αντιληπτική αίσθηση του χώρου αφορά τόσο την αρχιτεκτονική όσο και τη φυσική.
(2.) Η νοητική αίσθηση του χώρου αφορά τόσο την αρχιτεκτονική όσο και τα μαθηματικά.
(3.) Η συναισθηματική αίσθηση του χώρου αφορά τόσο την αρχιτεκτονική όσο και την ψυ-χολογία.
Κατά τη διαχείριση εννοιών, των οποίων η σχέση με την ψυχολογική εμπειρία είναι λιγό-τερο άμεση, ενυπάρχει μια ερμηνευτική αβεβαιότητα με ευρύτερες προεκτάσεις. Για παρά-δειγμα, ο μέσος άνθρωπος (ο «μη ειδικός») αντιλαμβάνεται έννοιες όπως χώρος, τόπος, ή χρόνος μόνο μέσω της σχέσης που έχουν αυτές με τα αισθητά αντικείμενα και για το λόγο αυτό προκύπτουν ορισμένες προκαταλήψεις. Και όμως, με ακλόνητη βεβαιότητα διατηρούν εμπειρική άποψη και σχεδιάζουν, διαμορφώνουν, διαρρυθμίζουν, διαχωρίζουν, ελέγχουν, διακοσμούν,… Το ανησυχητικό όμως είναι ότι και ο «ειδικός», ο αρχιτέκτονας, προχωράει σε μια από τις παραπάνω διαδικασίες επέμβασης χωρίς να γνωρίζει πολλές φορές ούτε ο ίδιος την ουσία αυτού το οποίο δημιουργεί ή στο οποίο επεμβαίνει, δηλαδή το χώρο.
Μία δυνατότητα επίλυσης αυτού του ζητήματος δίνει το εννοιολογικό εργαλείο ανάγνωσης χώρου εν χρήσει «Χωρικός Αποκωδικοποιητής». Δεν οδηγεί σε λύση-πανάκεια αλλά συ-ντελεί στη διαμόρφωση μιας θεωρητικής άποψης, η οποία δίνει έμφαση στην ανάγκη υιο-θέτησης μίας ελάχιστης τεκμηριωμένης θεωρητικής υποστήριξης τόσο στο στάδιο της σχε-διαστικής διαδικασίας όπου διαμορφώνονται ιδέες όσο και στη δημιουργική αμφίδρομη σύ-ζευξή της με τα επόμενα στάδια υλοποίησής τους.

Μέσα από αυτό το φάσμα θεωρητικών προϋποθέσεων, ο «Χωρικός Αποκωδικοποιητής» αναζητά πληροφορίες για το «συνυφασμένο» με τον ανθρώπινο παράγοντα περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαδραματίζεται και εξελίσσεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Η διεπιστημονική αυτή οπτική, η οποία φέρνει σε διάλογο διάφορα γνωστικά πεδία ώστε να ανιχνευθούν οι διαδρομές που ακολουθούν τα βιώματα και οι εμπειρίες προκειμένου να μετασχηματιστούν σε αρχιτεκτονική γλώσσα, με επιμέρους εργαλεία τους παρακάτω ορισμούς και τις παραδοχές,[1] στοιχειοθετεί το σώμα των εννοιών που διαχειρίζεται το εννοιολογικό εργαλείο «Χωρικός Αποκωδικοποιητής» και αποτελεί το μεθοδολογικό του πυρήνα.
Οι φυσικές ποσότητες που πρώτες υποπίπτουν –εμπειρικά– στην αντίληψη του ανθρώπου είναι ο «χώρος» και ο «χρόνος».[2]

Στη φυσική-αστρονομία, η ενότητα χώρου και χρόνου (που προκύπτει από την προσθήκη μιας τέταρτης διάστασης, τού χρόνου, στον τρισδιάστατο χώρο) αποτελεί, σύμφωνα με τη θεωρία τής σχετικότητας τού Αλ. Αϊνστάιν, απαραίτητη προϋπόθεση για τον εντοπισμό ενός γεγονότος.
Ο Χώρος και ο Χρόνος, αν και έννοιες αυθύπαρκτες και ανεξάρτητες, είναι αλληλοσυσχετι-σμένες, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα αντικείμενο «κάπου» στο χώρο χωρίς αντί-στοιχη θεώρησή του «κάποτε» στο χρόνο, ή «κάποτε» στο χρόνο αλλά πουθενά στο «χώρο».[3] Ένα υλικό σώμα υπάρχει σε μια συγκεκριμένη θέση του Χώρου, μια συγκεκριμένη στιγμή του Χρόνου.
Οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν το υπόβαθρο στο οποίο προβάλλονται ίσως όλες οι άλλες, τις οποίες μπορεί να διαχειριστεί το αντιληπτικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Η απόπειρα διατύπωσης με όρους καθημερινής γλώσσας των εννοιών αυτών εγκυμονεί κινδύνους που παρασύρουν στην αφελή επανάληψη των όρων (ο «χώρος» που μας περιβάλλει, ο «χρόνος» που περνά), στον απλοϊκό συνδυασμό με υποέννοιες (όπως αυτή του «κενού» χώρου) ή παράγωγες έννοιες (όπως αυτή της «μέτρησης» του χρόνου) ή, στην καλύτερη περίπτωση, στον περιορισμό στην ενορατική και εμπειρική αντίληψη και γνώση αυτών των εννοιών. Πάντως οι σκέψεις επιστημόνων και φιλοσόφων που έχουν κατά και-ρούς διατυπωθεί –και εξακολουθούν να διατυπώνονται– αποδεικνύουν αν όχι το αδύνα-τον, τουλάχιστον το παρακινδυνευμένο του εγχειρήματος. Επιβεβαιώνουν δε ότι σε όλες τις επιστήμες, οι πλέον σημαντικές και πρωταρχικές έννοιες είναι αυτές στις οποίες δεν μπορούμε να αποδώσουμε έναν «πλήρη» ορισμό ή μία ερμηνεία.[4]
Το ζητούμενο δεν είναι να δοθούν απαντήσεις και οριστικές λύσεις σε προβλήματα, τα οποία άλλωστε εάν λυθούν πολύ πιθανόν να χάσουν το νόημα που μεταφέρουν (το εσωτερικό ενός αντικειμένου παύει να είναι εσωτερικό όταν αυτό τμηθεί), αλλά να ανασυρθεί η ύπαρξή τους ώστε να λειτουργούν στο υποσυνείδητο του μελετητή-σχεδιαστή.
Οι ορισμοί–παραδοχές περί χώρου και χρόνου που ακολουθούν, δεν διεκδικούν κατά κα-νένα τρόπο το χαρακτηρισμό του «καινοτόμου». Παρατίθενται όμως επειδή αποτελούν τον πυρήνα των διαχειριστικών εννοιών του «Χωρικού Αποκωδικοποιητή» και για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η συνοπτική παρουσίασή τους.
Η φυσική πραγματικότητα θα μπορούσε να αναπαρασταθεί από ένα πεδίο,[5] το οποίο ορί-ζεται κάθε στιγμή ως το προϊόν μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης τεσσάρων (4) θεμελιωδών και διακεκριμένων παραμέτρων, οι οποίες συνεισφέρουν ανεξάρτητα αλλά και ταυτόχρονα ώστε να αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με το περιβάλλον: του χώρου (τόπος ως ειδική συνθήκη θέσεων, κέλυφος), του χρόνου (κίνηση, δράσεις), του ανθρώπου (σχέσεις), και του αντικειμένου (εξοπλισμός).
Ο αρχιτέκτονας επεμβαίνει δημιουργικά στη φυσική πραγματικότητα διαμορφώνοντας το αποτύπωμα μιας ειδικής συνθήκης, η οποία συναρτά τις παραπάνω παραμέτρους: την αρ-χιτεκτονική πραγματικότητα.

Α. Ο χώρος [νοείται] ως, (α) μια ποιότητα θέσης την οποία διαθέτει ο κόσμος των υλι-κών αντικειμένων, επομένως χώρος χωρίς κάποιο υλικό αντικείμενο είναι αδιανόητος, και (β) εμπεριέχων όλα τα υλικά αντικείμενα και κατά συνέπεια ένα υλικό αντικείμενο μπορεί να νοηθεί μόνο ως ευρισκόμενο στο χώρο. Η έννοια του μεμονωμένου υλικού αντικειμέ-νου (δηλαδή ενός σώματος σε κενό χώρο) δεν έχει νόημα.[6]

Χώρος είναι το interface μεταξύ των δράσεων ή κινήσεων των ανθρώπων. Αφού έχουμε κινήσεις, έχουμε και το μέσο μέσα στο οποίο διεξάγονται αυτές οι κινήσεις, δηλαδή το χώρο.[7]
Η κατάληψη θέσεων στο χώρο νοηματοδοτεί τα σημεία του. Κάθε υλικό σώμα καταλαμβάνει μια συγκεκριμένη περιοχή (ένα τμήμα χώρου), την οποία ονομάζουμε θέση (στο χώρο) του υλικού σώματος. Επομένως, ο χώρος αποτελεί ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα στα συ-νυπάρχοντα πράγματα[8] και εμφανίζεται ως μια πραγματικότητα η οποία, υπό κάποια έν-νοια, είναι ανώτερη από τον υλικό κόσμο. Και οι δύο αυτές έννοιες του χώρου αποτελούν ελεύθερα δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας, μέσα τα οποία επινοήθηκαν για την ευκολότερη κατανόηση της αισθητηριακής μας εμπειρίας.[9]
Στον κόσμο που μας περιβάλλει και όπως τον αντιλαμβανόμαστε, υπάρχει συγκεκριμένος χώρος και συγκεκριμένη ενέργεια. Αυτό που συμβαίνει αδιάκοπα είναι ο μετασχηματισμός ποσοστών από αυτά τα δύο στοιχεία, ώστε το σύνολο να παραμένει σταθερό. Ο τόπος δεν προϋπάρχει, αλλά δημιουργείται από την κίνηση των σωμάτων μέσα στο περιβάλλον τους. Είναι κάτι σαν αυτό που θα παρατηρούσαμε, εάν ένα σώμα κινούνταν μέσα σε ένα μπαλό-νι, το οποίο και συμπαρέσυρε κατά την κίνησή του.[10]
Μία ομάδα υλικών αντικειμένων συνιστούν έναν τόπο.[11] Ο τόπος και ο χώρος διακρίνονται από την ύλη.[12] Ο χώρος ορίζεται ως το εσωτερικό όριο του εμπεριέχοντος υποδοχέα,[13] ένας απεριόριστος «θύλακας τόπων», όπου, ενώ το περικλειόμενο περιεχόμενο του κάθε τόπου μεταβάλλεται (όπως η αντικατάσταση του περιεχομένου ενός δοχείου από άλλο πε-ριεχόμενο), το περικλείον παραμένει αμετάβλητο. Αυτό αποκαλύπτει ότι ο τόπος είναι κάτι διαφορετικό από το μεταβαλλόμενο περιεχόμενό του, έχει πραγματική υπόσταση και προ-ϋποθέτει τη δυνατότητα της παρουσίας των σωμάτων.[14]
Κάθε στιγμή μέσα στο οικιακό κέλυφος συμβαίνει ένα αισθητικό γίγνεσθαι (ζώσα σχέση υποκειμένου με αντικείμενα) το οποίο διαπιστώνεται από τις ανθρώπινες κινήσεις και τις διαντιδράσεις με τον περιεχόμενο εξοπλισμό. Αυτές οι πράξεις απαιτούν ροή χρόνου και δέσμευση χώρου ώστε τελικά να συγκροτήσουν χωρικές σχέσεις, δηλαδή τόπο.

Ο χώρος είναι το «σκηνικό» όπου εκτυλίσσεται το «δράμα» της ζωής. Πρόκειται για ένα διαρκώς διαμορφούμενο αποτύπωμα ανθρωπίνων δράσεων, του οποίου την υπόσταση ε-νεργοποιεί η παρουσία των υποκειμένων και οι συναναστροφές. Μια μελέτη που περιορίζεται αποκλειστικά στα πλαίσια των γεωμετρικών εννοιών είναι αδύνατο να καταλήξει σε ολιστικά συμπεράσματα.

Ο χώρος και η οργάνωσή του μπορεί να περιγραφεί[15] όχι ως σύνολο υλικών δομικών στοιχείων αλλά ως πεδίο, το οποίο παράγεται από τη δυναμική συνύπαρξη τριών μεταβλητών: του περιέχοντος περιβλήματος, του περιεχομένου εξοπλισμού, και των ατόμων που ζουν και κινούνται μέσα σ’ αυτό το σύνολο εκφράζοντας την ταυτότητα της προσωπικότητάς τους.

Υπενθυμίζεται ότι το μοντέλο του «ΧΑ» συγκροτήθηκε με βασική υπόθεση εργασίας ότι αφενός μεν η θεώρηση του αρχιτεκτονικού χώρου ως προϊόντος μόνο οικοδομικών εργασιών είναι ανεπαρκής και ότι αφετέρου ο χώρος νοείται ως προϊόν της δυναμικής συνύπαρξης του περιέχοντος περιβλήματος, του περιεχομένου εξοπλισμού, και των ανθρώπων που διαβιούν μέσα σ’ αυτό το σύνολο.
Βλέπε καταχώρηση του παρόντος ιστολογίου: «Εισαγωγή στον ‘ΧΑ’» (Φεβρουάριος 2007).

Β. Ο χρόνος, που από μόνος του αποτελεί έννοια κενού περιεχομένου, αποτελεί την τέταρτη χωρική διάσταση. Ενώ τις τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος), το ανθρώπινο ον, με τις αισθήσεις που διαθέτει, τις αντιλαμβάνεται άμεσα, τη διάσταση του χρόνου τη διαισθάνεται. Μέτρο του χρόνου είναι η κίνηση. Ο χρόνος είχε οριστεί από τον Αριστοτέλη ως ο «αριθμός της κίνησης».[16]
Η κίνηση και η διερεύνηση της δυναμικής της αποτελεί ένα μέσο με το οποίο μπορεί να εξερευνηθεί ο χώρος. Αλλά και αντίστροφα, ο χώρος ως πραγματικό, υπαρκτό υπόστρωμα, είναι απαραίτητος για τον καθορισμό της κίνησης.
Η αλλαγή θέσης στο χώρο –και γενικότερα, η όποια αλλαγή– κάνει αντιληπτό το πέρασμα του Χρόνου. Δηλαδή, η άμεση αντίληψη του Χώρου και του Χρόνου είναι τα «αποτυπώμα-τά» τους. Το υπόλοιπο, το ασύλληπτο του «απειροστού» και του «απείρου», είναι μια νοη-τική σύνθεση του καθενός μας.[17]
Ο χρόνος δεν κυλάει σταθερά. Είναι γνωστό από τη φυσική ότι έχει διαφορετική διάρκεια για έναν κινούμενο από έναν ακίνητο παρατηρητή ενός φαινομένου. Όμως και στην αρχι-τεκτονική (όπως και στο θέατρο) ο χρόνος δεν είναι σταθερός. Εξαρτάται από το είδος της εμπειρίας του κάθε χρήστη ή θεατή. Η σταθερή ροή του χρόνου θα έμοιαζε με τη μονοτο-νία του ρυθμού ενός εμβατηρίου, στο οποίο η «ρυθμική αρρυθμία» αποτελεί παράβαση. Με παρόμοιο τρόπο ο αρχιτέκτονας προκαλεί «παραφωνία» χρησιμοποιώντας «ειρωνεία», «ποιητικές μεταφορές», ταυτόχρονη «αρμονία» και «φάλτσο» ανάμεσα στις νότες και άλλες παρόμοιες τεχνικές με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει μία ψευδαίσθηση του χρόνου (βλέπε αναλογίες ανοιγμάτων στην αρχιτεκτονική του Le Corbusier). Το υποκείμενο, την ώρα που έρχεται σε σχέση με το αρχιτεκτόνημα χάνει την αίσθηση του πραγματικού χρόνου.
Η διαφορά του φυσικού από τον αρχιτεκτονικό χρόνο έγκειται στο ότι ενώ ο πρώτος βαίνει αναπότρεπτα προς το τέλος, κινείται από την γέννηση προς την φθορά, ο δεύτερος ακο-λουθεί, κατά παράδοξο τρόπο, την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, προς την αρχή, επιχει-ρώντας να ανασυστήσει την κατακερματισμένη εμπειρία και να διαμορφώσει ένα «σενά-ριο», που θα αποδώσει συμπαγές νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η «διανθρώπινη σταθε-ρά» εγχρονίζει τα πράγματα και μετράει τις κινήσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Η δυτικού τύπου κοινωνία τείνει να αποκόψει τον άνθρωπο από τη βαθύτερη έννοια του χρόνου και του αποστερεί τη σχέση του με τους ρυθμούς της ζωής. Ο χρόνος αποσπάστη-κε από την άμεση ανθρώπινη εμπειρία και μετατράπηκε σε αριθμό, σε κάτι που μπορεί να υπολογιστεί από μια εξίσωση. Το ενδιαφέρον στον ιστορικό χρόνο ταυτίζεται με μια πορεία κατά μήκος της οποίας δείκτες είναι οι μάχες, οι θάνατοι βασιλιάδων και οι εκλογές προέ-δρων.
Οι παραπάνω ορισμοί περί χώρου και χρόνου αναφέρονται σε σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις. Στην καθημερινή πραγματικότητα, οι δραστηριότητες των υποκειμένων προ-κύπτουν σχετικά με το πώς αυτά αντιλαμβάνονται τη φυσική πραγματικότητα. Επομένως ο χώρος ορίζεται προσδιορισμένος πολιτισμικά και βιωματικά. Δεν πρόκειται για μία απλή υλική διαμόρφωση αλλά για ένα σύμπλεγμα σχέσεων που κάθε φορά δημιουργούνται και συνεχώς αλληλεπιδρούν και μεταλλάσσονται. Αυτό συμβαίνει σε οποιοδήποτε πολιτισμικό περιβάλλον. Οι διάφορες πολιτισμικές παραδόσεις καθορίζουν το είδος των σχέσεων και την αντίστοιχη ποιότητα και κατά συνέπεια ανάλογο χώρο. Άρα ο χώρος δεν υπάρχει αφη-ρημένα ή έξω από τα υποκείμενα ούτε είναι ανεξάρτητος από τα αντικείμενα: είναι το σκη-νικό στο οποίο θα διαδραματιστεί η ανθρώπινη ιστορία σε ιδιαίτερο ανά περίσταση περιβάλλον. Πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι ανθρώπινες σχέσεις και δευτερεύοντα τα υλικά στοιχεία.

Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να γίνει μία αναφορά στην αντίληψη του χωροχρόνου όπως αυτή περιγράφεται και μέσα από το ιδεολόγημα της «διανθρώπινης σταθεράς»: ο χώρος υπάρχει συνεχώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή τη μετακίνηση ύλης ή υποκειμένων διαμέσου αυτού, δεν αλληλεπιδρά με την ύλη, και η ροή του χρόνου είναι σταθερή και α-νεξάρτητη από οποιοδήποτε συμβάν.[18] Αυτή η περίπτωση εξυπηρετεί την αντίληψη των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και τείνει σε ένα μυστικισμό: υπάρχει κάτι σταθερό και ανεξάρτητο από τον άνθρωπο, κάποιες αλήθειες τις οποίες θα μπορούσε κανείς να ανι-χνεύσει. Είναι μία υπόσχεση που, μέσα από τη συγκεκριμένη περίπτωση ανάλυσης κινημα-τογραφικών ταινιών, μεταβιβάζεται στο θεατή, ο οποίος, διαισθανόμενος τη σταθερά, νοιώθει ότι έχει ελπίδες για μια καλύτερη τύχη και ζει μ’ αυτό το όνειρο. Αυτή, πιθανώς, είναι η ουσία του ιδεολογήματος της «διανθρώπινης σταθεράς», η οποία διαπερνά τις κινηματογραφικές ταινίες της συγκεκριμένης εποχής και συνοψίζεται στο απλοποιημένο ισοδύναμο: «Ό,τι κάνεις αυτό είσαι. Είσαι άξιος της τύχης σου».


Υποσημειώσεις:

[1] Οι ορισμοί στο κείμενο αυτό, αποτελούν μεταγραφή μερικών μόνο αμιγών εννοιών από άλλα επιστημονικά πεδία όπως Φιλοσοφία, Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά, Νομική, Ψυχολογία, Θεολογία, Ιατρική, Βιολογία, … Η ενσωμάτωσή τους στο πεδίο της αρχιτεκτονικής είναι μέρος της δοκιμής διεπιστημονικής προσέγγισης που επιχειρείται μέσω του «Χωρικού Αποκωδικοποιητή» προκειμένου να αποσαφηνιστούν έννοιες της αρχιτεκτονικής.

[2] Ο Καντ ισχυρίζεται ότι το άμεσο αντικείμενο της αντίληψης προέρχεται εν μέρει από εξωτερικά πράγματα και εν μέρει από την ίδια τη λειτουργία της αντίληψής μας. Η πρώτη συνιστώσα, που οφείλεται στο «πράγμα καθ’ εαυτό», αποκαλείται «αίσθηση» και η δεύτερη αποκαλείται «μορφή» του φαινομένου. Η δεύτερη συνιστώσα είναι αυτό που δημιουργεί τάξη μέσα στην άμορφη πολλαπλότητα των αισθήσεών μας. Είναι ένα a priori στοιχείο της αντίληψής μας, που προηγείται ολόκληρης της εμπειρίας και είναι καθολικό, αφού δεν εξαρτάται από τα συγκεκριμένα δεδομένα των αισθήσεών μας. Ο Καντ θεωρεί αυτήν τη συνιστώσα ως καθαρή μορφή αισθητικότητας και την αποκαλεί «καθαρή εποπτεία» (reine Anschauung). Ο χώρος και ο χρόνος είναι τα δύο είδη καθαρών εποπτειών. (Βλέπε: Jammer Max, Έννοιες του Χώρου: Η ιστορία των θεωριών του χώρου στη φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001 & Kant Immanuel, Κριτική του Καθαρού Λόγου, τόμος Α’, τεύχος Ι, μετάφραση: Αναστάσιος Γιανναράς, εκδόσεις Παπαζήση, σειρά: Φιλοσοφία – Πηγές, Αθήνα 1976, σελ. 76)

[3] Καλκάνης Γεώργιος Θεοφ. – Κωστόπουλος Δ. Ι., Φυσική: από το Μικρόκοσμο στο Μακρόκοσμο, τόμος: Ι.α Μηχανική, 1η έκδοση: 1995, © Γ. Θ. Καλκάνης– Δ. Κωστόπουλος, σελ. 22.

[4] Καλκάνης Γεώργιος Θεοφ. – Κωστόπουλος Δ. Ι., Φυσική: από το Μικρόκοσμο στο Μακρόκοσμο, τόμος: Ι.α Μηχανική, 1η έκδοση: 1995, © Γ. Θ. Καλκάνης– Δ. Κωστόπουλος, σελ. 21.

[5] Πεδίο: Περιοχή πραγματική ή νοητή, στην οποία γίνεται κάτι, αναπτύσσεται μια ενέργεια, δράση κτλ. / (φυσική) η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μία δύναμη σε ένα σώμα (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 1998).

[6] Ο P. W. Bridgmann (θεωρητικός της επιχειρησιακής ανάλυσης των φυσικών εννοιών, στο βιβλίο του «The nature of some of our physical concepts», Philosophical Library, New York, 1952, σελ. 19, αναφορά από το βιβλίο του Jammer Max, Έννοιες του Χώρου: Η ιστορία των θεωριών του χώρου στη φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σελ. 259-260), ανέπτυξε το δίλημμα που ανακύπτει αν εξετάσουμε την έννοια του κενού χώρου από επιχειρησιακή άποψη. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία μέθοδος για την εξέταση αυτής της κενότητας με χρήση οργάνων. Και μόνο η εισαγωγή ενός οργάνου για τον σκοπό αυτό αναιρεί ήδη τις ουσιαστικές συνθήκες της κατάστασης την οποία ελέγχουμε.

[7] «Ο χώρος είναι το ενδιάμεσο μεταξύ κινήσεων διαφορετικών κλιμάκων» (Γιάννης Πεπονής στο Hillier Bill, Space is the machine, A configurational theory of architecture, Cambridge University Press, 1996, reprint edition: January 1, 1999, σελ. 174).

[8] Σύμφωνα και με την αντίληψη του Leibniz.

[9] Άλμπερτ Αϊνστάιν (Jammer Max, Έννοιες του Χώρου: Η ιστορία των θεωριών του χώρου στη φυσική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σελ. xxii)

[10] Η άποψη αυτή, αφορμή για τη δημιουργία της οποίας αποτελεί το βιβλίο του Jammer (2001), σελ. 12, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία τοπολογική θεώρηση. Η τοπολογία ερευνά τις εγγενείς ποιοτικές ιδιότητες των γεωμετρικών μορφών, που δεν επηρεάζονται από αλλαγές στο μέγεθος και το σχήμα, αλλά παραμένουν αναλλοίωτες δια μέσου συνεχών μετασχηματισμών. Οι βασικές τοπολογικές ιδιότητες εστιάζουν σε «δομικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων και η ίδια «τοπολογική δομή» επαληθεύεται από απεριόριστο αριθμό μορφών. Δύο σχήματα είναι τοπολογικά ισοδύναμα εφόσον είναι δυνατόν να οδηγηθούμε από το ένα στο άλλο μέσω συνεχούς παραμόρφωσης (π.χ. από τον κύκλο στην έλλειψη). Οι έννοιες της τοπολογίας έχουν ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, στο συνθετικό εκείνο στάδιο που τα περιγράμματα είναι ακόμη ασαφή και υπόκεινται σε μεθοδευμένο μετασχηματισμό για να ικανοποιήσουν απαιτήσεις συνέχειας ή ασυνέχειας, επικοινωνίας ή αποκλεισμού περιοχών, συνεκτικότητας ή διακοπής των ορίων του αρχιτεκτονικού χώρου και να αποκαλύψουν τη βασική συνθετική του δομή εμβαθύνοντας σε εγγενείς της ιδιότητες. Τα όρια του αρχιτεκτονικού χώρου αποκτούν την «υφή» μιας επιφάνειας από καουτσούκ, που διπλώνει, τεντώνει, καμπυλώνει, στρέφεται, για να περιβάλλει ένα ρέοντα χώρο φτιαγμένο από πλατφόρμες, βουλιάγματα, πτυχές, ρωγμές, διεισδύσεις, προεξοχές. (Βλέπε το άρθρο της Ελένης Αμερικάνου «Αναγνώσεις Γεωμετρίας» στο Αρχιτεκτονική: ιδέες που χάνονται – ιδέες που συναντιούνται, εκδόσεις ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, Αθήνα 2004, σελ. 260-275.

[11] Ο Ιάμβλιχος ορίζει τον τόπο ως μια υλική δύναμη, η οποία συγκρατεί το σώμα και το διατηρεί ενωμένο, ανυψώνει αυτά που έχουν πέσει και συνενώνει αυτά που έχουν χωριστεί, γεμίζοντας τον όγκο τους και περιβάλλοντάς τα από όλες τις πλευρές. (Το αναφέρει ο νεοπλατωνικός σχολιαστής του Αριστοτέλη Σιμπλίκιος τον 6ο αι. μ.Χ., στο έργο του Φυσικά, σελ. 639).

[12] Ο θεμελιώδης όρος στην πραγματεία του Δαμασκίου δεν είναι ο τόπος ή ο χώρος, αλλά η θέση ή η τοποθεσία, που για αυτόν είναι μια αναπόσπαστη ιδιότητα του αντικειμένου. Όπως ακριβώς για τον Αριστοτέλη ο χρόνος είναι το αριθμητικό μέτρο της κίνησης, έτσι και για τον Δαμάσκιο ο χώρος ή ο τόπος είναι το αριθμητικό μέτρο της θέσης.

[13] Η άποψη αυτή συμφωνεί με τη θεωρία περί χώρου του Αριστοτέλη, η οποία αναπτύσσεται κυρίως στις Κατηγορίες και στα Φυσικά. Στις Κατηγορίες ο χώρος νοείται ως το συνολικό άθροισμα όλων των τόπων που καταλαμβάνονται από σώματα, ενώ, αντιστρόφως ενώ ο τόπος νοείται ως το τμήμα του χώρου που τα όριά του συμπίπτουν με τα όρια του σώματος που το καταλαμβάνει. Στα Φυσικά ο Αριστοτέλης αναλύει μια θεωρία του τόπου ή μια θεωρία θέσεων στον χώρο. Η έννοια του κενού χώρου είναι ασύμβατη με τη φυσική του Αριστοτέλη, ο οποίος αναπτύσσει με συνέπεια μια θεωρία θέσεων στο χώρο, αποκλείοντας την έννοια ενός γενικού χώρου. Ο Αριστοτέλης προχωρά με μια σαφή διεργασία λογικής απόρριψης, στον περίφημο ορισμό του για τον «τόπο» ως το πέρας του περιέχοντας σώματος.

[14] Ο Richard Swinburne στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του Space and time αποδέχεται τη σχεσιοκρατική άποψη όταν πραγματεύεται το θέμα του χώρου, αφού αρνείται την ύπαρξη ενός προνομιακού συστήματος μέσω του οποίου ο ίδιος τόπος μπορεί να αναγνωριστεί ξανά σε διαφορετικές στιγμές, και δηλώνει κατηγορηματικά ότι «δεν υπάρχει χώρος όταν δεν υπάρχουν φυσικά αντικείμενα που να τον καταλαμβάνουν» (Macmillan, London, St. Martin’s Press, New York, 1968).

[15] Η περιγραφή θεωρείται κεντρικό ζήτημα γιατί μέσω αυτής συνδέεται η αίσθηση με τη σκέψη.

[16] Αριστοτέλους, Περί Ουρανού, Α, 9, 279a.

[17] Καλκάνης Γεώργιος Θεοφ. – Κωστόπουλος Δ. Ι., Φυσική: από το Μικρόκοσμο στο Μακρόκοσμο, τόμος: Ι.α Μηχανική, 1η έκδοση: 1995, © Γ. Θ. Καλκάνης– Δ. Κωστόπουλος. σελ. 22