Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2007

Μύστες και Αδαείς (Interlude)

Τα παρακάτω γράφτηκαν με τη σκέψη στραμμένη στην αρχιτεκτονική. Η διάδραση μεταξύ «μυστών» και «αδαών» θα μπορούσε εύκολα να μεταγραφεί και σε άλλες πρακτικές, όπως την «ενημέρωση» και την «κιτρινίλα» που αισχρά εμπορεύονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή την «πολιτική» και το «ξύλινο» στη σχέση μεταξύ πολιτικών και πολιτών.

Εάν υποθέσουμε ότι κάθε κοινωνία και τα άτομα που την αποτελούν σχηματοποιούνται χωρικά ως ένα σύνολο ασύμβατων ευθειών, η κάθε χρονική στιγμή αποτελεί μία τομή που περιλαμβάνει το σύνολο αυτό των ασύμβατων ευθειών: περιέχει δηλαδή ένα σημείο από κάθε μία των ευθειών, αλλά το κάθε σημείο ανήκει σε μία διαφορετική γεωμετρική οντότητα.
Σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας συντηρείται ένα φάσμα υποκειμένων που εκτείνεται από τους «μύστες» μέχρι τους «αδαείς» (όπου «μύστης» βλέπε εναλλακτικά «ειδικός», πρωτοπόρος, παραγωγός, και όπου «αδαής» βλέπε «μη ειδικός» ανίδεος, χρήστης). Η μάζα που τείνει προς το άκρο των τελευταίων αποτελεί την προϋπόθεση ύπαρξης των πρώτων. Και οι δύο κατηγορίες αναπτύσσονται ταυτόχρονα αλλά όχι παράλληλα. Το διαμορφωμένο από τον άνθρωπο περιβάλλον, θεωρούμενο ως «πολιτισμικό κατασκεύασμα», εκ πρώτης όψεως θλίβει και τους πλέον δημοκρατικούς και αισιόδοξους από τους «μύστες», όμως εκφράζει και ικανοποιεί μια μεγάλη μερίδα «αδαών», αυτούς που το δημιούργησαν.

Οι «ειδικοί» δεν ρωτούν, επαίρονται, βιάζονται, και δεν αντιλαμβάνονται τον ιδιαίτερο ρυθμό ενσωμάτωσης κάθε ανθρώπου. Θεωρούν ότι γνωρίζουν με ακρίβεια τη συνταγή της «γενικής ευτυχίας» και επιστρατεύουν κάθε μορφή υποκρισίας, γραφειοκρατικής τυπολατρίας, και συντεχνιακής αλληλεγγύης για να υπηρετήσουν την «αλήθεια» που κατέχουν και την «ιερότητα» των στόχων που οι ίδιοι ορίζουν. Χειραγωγούν τη μοίρα του κόσμου, και φαντασιώνονται να διορθώσουν τα κατεστημένα ξαναφτιάχνοντάς τα από την αρχή!..
Ως αντιστάθμισμα στο πλεόνασμα της επιβεβλημένης αυτής δίκην ιεραποστολικής πολιτισμικής «αλληλεγγύης» και ακαδημαϊσμού, οι «μη-ειδικοί», με κύριο χαρακτηριστικό ότι ταυτίζουν το προσωπικό με το οικουμενικό αντιληπτικό πεδίο, αυτο-ορίζονται αρμόδιοι και προβάλλουν το δικό τους ουτοπικό όνειρο, που με σύννομο ή «αυθαίρετο» τρόπο προσπαθούν να πραγματώσουν.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αποτέλεσμα της ανυπαρξίας δημιουργικής σχέσης μεταξύ των δύο αυτών ομάδων, όταν οι μεν δεν αναγνωρίζουν τη δομική λειτουργία των δε και αξιώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του (οι «μύστες» γραφειοκρατικά και οι «αδαείς» αυθαίρετα), το «ορθόν». Πομποί και Δέκτες της δημιουργικής ενέργειας, υπό την απειλητική εμμονή ή φοβία μήπως καταστούν οι μεν ουραγοί των δε, έχουν διακόψει κάθε ζωτική αλληλεπίδραση, βιώνοντας ένα είδος κοινωνικής πάρεσης. Κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες κοινωνικών σχέσεων, ο μη ειδικός φαίνεται να βρίσκεται σε λιγότερο πλεονεκτική θέση. Είναι αμφίβολο εάν μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του πομπικού υλικού, της οποίας την επίδραση δέχεται καταθλιπτικά γιατί, ως αυθυπόστατη μονάδα, η προσωπική του προτίμηση χαίρει μικρής εμπιστοσύνης (από αιτίες μορφωτικής δίαιτας, καλαισθητικής προδιάθεσης, κοκ). Χάνεται έτσι η ευκαιρία να γίνει στο άμεσο μέλλον ευρύτερα μορφωμένος άνθρωπος, η απαραίτητη προϋπόθεση της αληθινής πνευματικής ζωής. Δύσκολα ο «μη ειδικός» μπορεί να διαμορφώσει αξίωση που να επιβληθεί, να δράσει δηλαδή ως απαιτητικό κοινό. Τις περισσότερες φορές η αγορά των κατ’ επίφαση «ειδικών» είναι η μοναδική λύση: επιλογή από το σωρό των φανταχτερών σε χρώματα και ασυνάρτητων σε περιεχόμενο αγαθών.

Μέσα από αυτή τη διαρκή αλλά αρνητική διαντίδραση συντηρείται η διάσταση απόψεων και επιλογών μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος και ταυτόχρονα εγκαθιδρύεται η σχέση αλληλεξάρτησής τους, υπεύθυνη για την όποια τελική ισορροπία. Η μία ομάδα παραπέμπει στην άλλη ως άλλοθι για την ύπαρξή της. Πρόκειται όμως για μία ουτοπική συνύπαρξη και αυτό αποτελεί σχεδόν με απόλυτη βεβαιότητα οικουμενική πραγματικότητα. Προϊόν αυτής της ασύμβατης σχέσης είναι η μη συνεργατική παγίωση (δηλαδή αποτύπωση στο περιβάλλον), και κατά συνέπεια χωρίς νόημα και «ρίζες», άλλοτε της ιδεολογίας της μιας και άλλοτε της άλλης κοινωνικής ομάδας. Αυτό το δυναμικά μεταλλασσόμενο «πολιτισμικό κατασκεύασμα» ενσωματώνει κοινωνικές σχέσεις και περιστάσεις, συμπυκνώνει κοινωνικές αξίες και πεποιθήσεις, αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής τάξης (Latour Bruno, Les Microbes: guerre et paix, suivi de Irréductions, A.-M. Métaillé, Paris, 1984 / English version: The Pasteurization of France, Cambridge MA: Harvard University Press, 1988). Αιχμαλωτίζει και αντανακλά τις διαφορετικές εκφάνσεις της ζωής ως μία κοινωνική «αλήθεια», η οποία συνιστά την «πραγματική» ανάγκη της πλειοψηφίας. Αυτό που ενσυνείδητα χρειάζεται η κοινωνία, το επιδιώκει χωρίς εξαγγελίες, παρακάμπτοντας κάθε ακαδημαϊκό πρωτόκολλο, ενώ ό,τι δεν αντιλαμβάνεται το εξοντώνει.

Yποθετικά, η βίαιη χειραγώγηση των «ειδικών» επί των «μη ειδικών» (και αντίστροφα), με σκοπό τη δραστική μείωση της μεταξύ τους απόκλισης, και η ένταξη όλων στο ίδιο πλαίσιο επιδιώξεων και απαιτήσεων, εγκυμονεί επιβράδυνση του ρυθμού προόδου και εξέλιξης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Όσο η «διαφορά πολιτισμικού δυναμικού», η γεννήτρια δηλαδή της ικανής και αναγκαίας συνθήκης για πρόοδο, και εξέλιξη (και για μείωση της εντροπίας), τείνει να μηδενιστεί, η οδός προς τον πολιτισμικό μαρασμό γίνεται με βεβαιότητα μονόδρομος και η αναστροφή από ένα τέτοιο αδιέξοδο επιτυγχάνεται κατά κανόνα με διαδικασίες πολέμου.

Η αποτελεσματικότερη, αλλά σε βάθος χρόνου μέθοδος ενσωμάτωσης των ιδεών των «ειδικών» στη συνείδηση των «μη ειδικών» είναι να εξακολουθήσει η κάθε μία από αυτές τις ομάδες να λειτουργεί ανεξάρτητα και χωρίς ανταγωνισμό. Αργά ή γρήγορα, στη συνείδηση και των στοιχειωδώς νοημόνων, θα επέλθει κορεσμός των προτύπων και θα αναζητηθεί ποιοτική αναβάθμιση των προσλαμβανομένων. Τότε θα πρέπει να είναι εφικτή η πρόσβαση στην αγορά της κοινότητας των «ειδικών», απ’ όπου θα επιλέξουν το ποσοστό της γνώσης που θα ικανοποιήσει τις αναθεωρημένες αναζητήσεις τους. Η επιλογή αυτή προσδιορίζει την «πραγματική» ανάγκη της κοινωνίας και θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα δεδομένα των επιστημονικών αναζητήσεων των «ειδικών». Ένα βήμα προόδου θα έχει επιτελεστεί αβίαστα εκ των έσω. Η σχετική διάσταση μεταξύ «πρωτοπορίας» και «συρμού» θα εξακολουθεί αναπότρεπτα να συντηρείται. Πάντως το δίπολο «μύστες–αδαείς» θα έχει ανελιχθεί γιατί… η ουτοπική αυτή συνύπαρξη υποκρύπτει μία διαλεκτική αναγκαιότητα.